-
1 ενσημαινω
1) обозначать, показывать(τι Plat., Arst.)
2) med. выказывать, обнаруживать, проявлять(τέν ἑαυτοῦ ὀργήν τινι Isocr.)
ἀναγιγνώσκει μηδὲν ἦθος ἐνσημαινόμενος Isocr. — он читает без всякого выражения3) med. отпечатывать, напечатлевать(τύπον τινί, δακτυλίων σημεῖα Plat.; τύπον τινός Arst.)
4) med. указывать, сообщать, давать знать(ὅτι … Xen. и τινί τι Plut.)
ἐ. πρὸς ἑαυτόν Plut. — рассуждать про себя;ἐνσημαινόμενοι Xen. — подавая друг другу знаки
См. также в других словарях:
ενσημαίνω — ἐνσημαίνω (AM) [σημαίνω] μσν. επικυρώνω, σφραγίζω αρχ. 1. έχω σημασία, δηλώνω («ὅτι οὖν ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὗτος ὁ ἀνήρ, ἐνσημαίνει τὸ ὄνομα ὁ Ἀγαμέμνων», Πλάτ.) 2. φανερώνω, εκθέτω («ἐνσημαίνεται ἡ αναίδεια ἐν τοῑς ὀφθαλμοῑς», Λογγίνος) 3 … Dictionary of Greek