Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ενοχή

  • 1 ενοχή

    [энохи] ουσ. Θ. вина, виновность,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενοχή

  • 2 вина

    вин||а
    ж
    1. τό σφάλμα, τό φταίξιμο, ἡ ὑπαιτιότητα, ἡ ἐνοχή:
    ставить кому́-л. в \винау́ θεωρώ κάποιον ὑπαίτιο (или ὑπεύθυνο, ἐνοχο) γιά κάτι· сваливать \винау́ на кого́-либо ρίχνω τό σφάλμα σέ κάποιον· отрицать свою \винау ἀρνοῦμαι τήν ἐνοχή μου (или τό σφάλμα μου)· признавать свой \винау́ ἀναγνωρίζω (или ὁμολογώ) τήν ἐνοχή μου (или τό σφάλμα μου)· это не по моей \винае γι· αὐτό δέν φταίω ἐγώ, δέν εἶναι σφάλμα μου·
    2. (причина, источник) ἡ αίτία, τό ἀΐτιο[ν], ἡ ἀφορμή.

    Русско-новогреческий словарь > вина

  • 3 вина

    вина ж το φταίξιμο, η ενοχή, το σφάλμα это не моя \вина δε φταίω
    * * *
    ж
    το φταίξιμο, η ενοχή, το σφάλμα

    э́то не моя́ вина́ — δε φταίω

    Русско-греческий словарь > вина

  • 4 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 5 вина

    -ы, πλθ. вины θ.
    1. σφάλμα, φταίξιμο, λάθος•

    загладить –у επανορθώνω το σφάλμα•

    простить -у συγχωρώ το λάθος•

    признать свою -у παραδέχομαι το λάθος μου•

    эта вина моя вина αυτό είναι δικό μου λάθος, εγώ φταίω γι αυτό.

    || ενοχή•

    отрицать свою -у αρνούμαι την ενοχή μου ή το σφάλμα μου.

    2. αιτία, υπαιτιότητα•

    по своей -е εξ αιτίας μου• από λάθος μου.

    εκφρ.
    по -е – λόγω, ένεκχ, εξ αιτίας•
    по -е непогоды – λόγω της κακοκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > вина

  • 6 виноватый

    επ., βρ: -ват, -а, -о
    1. φταίχτης• ένοχος•

    я в этом не -ват εγώ γι αυτό δεν είμαι φταίχτης (δε φταίω)•

    -того нашли τόν ένοχο τόν βρήκαν•

    в этом деле вы кругом -ы σ’ αυτή την υπόθεση εσείς τα φταίτε όλα•

    кто -ват? ποιος φταίει; ποιος είναι ένοχος;•

    без вины -ват φταίχτης χωρίς να φταίει•

    -ат, -та φταίχτης, -τρία (για ζήτηση συγγνώμης).

    2. αίτιος, υπαίτιος•

    в этом -о его легкомыслие γι αυτό φταίει η ελαφρόνοια του.

    3. ένοχος, που δείχνει ενοχή•

    виноватый взгляд ένοχο βλέμμα•

    -ое молчание ένοχη σιωπή.

    Большой русско-греческий словарь > виноватый

  • 7 повинный

    επ., βρ: -винен, -винна, -винно;
    1. ένοχος• φταίχτης• υπαίτιος•

    я ни в чём не -винен δε φταίω σε τίποτε.

    2. παλ. παραδεχόμενος (την ενοχή, το σφάλμα).
    3. παλ. υποχρεωμένος υπόχρεος•

    каждый гражданин -винен защищать своё отечество κάθε πολίτης είναι υποχρεωμένος να υπερασπίζει την πατρίδα του.

    εκφρ.
    принести -ую, прийти с -ой (головой) – έρχομαιμε σκυμμένο το κεφάλι (παραδέχομαι την ενοχή μου» το σφάλμα μου).

    Большой русско-греческий словарь > повинный

  • 8 сознавать

    -знаю, -знаешь, προστκ. сознавай.
    επιρ. μτχ. сознавая
    ρ.δ.μ.
    1. καταλαβαίνω, κατανοώ• αναγνωρίζω, παραδέχομαι•

    свою вину παραδέχομαι το σφάλμα μου ή την ενοχή μου•

    сознавать опасность έχω επίγνωση του κινδύνου.

    2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω•

    больной ничего не -знаёт ο άρρωστος τίποτε δεν καταλαβαίνει.

    εκφρ.
    сознавать себяπαλ. αισθάνομαι.
    αναγνωρίζω, παραδέχομαι•

    сознавать в своей вине παραδέχομαι το σφάλμα μου ή την ενοχή μου•

    сознавать в своём бессилии παραδέχομαι την αδυναμία μου.

    Большой русско-греческий словарь > сознавать

  • 9 вина

    1. (проступок) το σφάλμα
    το φταίξιμο
    2. юр. η ενοχή 3. (причина) η αιτία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вина

  • 10 сторона

    1. (пространство, расположенное по бокам или краям чего-л.) η πλευρά
    - выпуска (жидкости газа) - της εκροής/εξόδου
    - нагнетания (напр. насоса) - της κατάθλιψης
    2. (направление) η κατεύθυνση, το μέρος 3. (линия, ограничивающая геометрическую фигуру) το πλευρό 4. (дип., юр.) η πλευρ/ά
    το μέρος
    адреса сторон, юридические νόμιμες διευθύνσεις των - ών
    по просьбе - ы βάσει της ζήτησης/παράκλησης της - άς
    невиновная - μη υπαίτιος -, μη ένοχη -
    потерпевшая - ο παθών, το θύμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сторона

  • 11 виновность

    вино́вн||ость
    ж τό φταίξιμο/ юр. ἡ ἐνοχή.

    Русско-новогреческий словарь > виновность

  • 12 невиновность

    невиновн||ость
    ж ἡ ἀθωότης, ἡ μή ἐνοχη.

    Русско-новогреческий словарь > невиновность

  • 13 отрицать

    отрица||ть
    несов в разн. знач. ἀρνοῦμαι:
    \отрицатьть виновность ἀρνοῦμαι τήν ἐνοχή.

    Русско-новогреческий словарь > отрицать

  • 14 признавать

    признавать
    несов I. (считать законным) ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:
    \признавать правительство ἀναγνωρίζω κυβέρνηση·
    2. (вину, ошибку и т. п.) ὁμολογώ, ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:
    \признавать свою ошибку παραδέχομαι (или ὁμολογώ) τό σφάλμα μου· \признавать свою вину ἀναγνωρίζω (или ὁμολογώ) τήν ἐνοχή μου·
    3. (узнавать) (άνα)γνωρίζω:
    \признавать кого-л., что-л. ἀναγνωρίζω κάποιον, κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > признавать

  • 15 вина

    [βινά] ουσ. θ. ενοχή

    Русско-греческий новый словарь > вина

  • 16 вина

    [βινά] ουσ θ ενοχή

    Русско-эллинский словарь > вина

  • 17 взвалить

    взвалю, взвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взваленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ επάνω, φορτώνω•

    взвалить мешок на спинку ρίχνω το τσουβάλι στη ράχη.

    2. αναθέτω, επιφορτίζω•

    на меня -ли зту работу σε μένα τη φόρτωσαν αυτή τη δουλιά.

    3. αποδίδω, επιρρίπτω•

    взвалить обвинение αποδίδω κατηγορία•

    она -ла на себя вину αυτή πήρε επάνω της την ενοχή.

    ρίχνομαι, πέφτω επάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взвалить

  • 18 виновность

    θ.
    ενοχή, υπαιτιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > виновность

  • 19 вменить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмененный, βρ: -нен, -нена, -нено
    παλ. θεωρώ, λογίζω, λογαριάζω, εκλαμβάνω• παραδέχομαι•

    вменить в недостаток θεωρώ σαν ελάττωμα.

    || αποδίδω•

    вменить в вину αποδίδω ενοχή.

    || εκτιμώ, αναγνωρίζω•

    вменить в заслугу αναγνωρίζω την υπηρεσία.

    || αναθέτω, υποχρεώνω•

    ему -ли в обязанность следить за выполнение плана του ανάθεσαν να παοακολουθεί την εκπλήρωση του πλάνου.

    Большой русско-греческий словарь > вменить

  • 20 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

См. также в других словарях:

  • ἐνοχή — liability fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — η 1. το να είναι κάποιος ένοχος για αξιόποινη πράξη, η υπαιτιότητα, η ευθύνη. 2. (νομ.), η έννομη σχέση που συνδέει αυτόν που υποχρεώνεται σε κάποια παροχή προς εκείνον που έχει δικαίωμα σ αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλέγγυα ενοχή — Νομικός όρος που δηλώνει την οφειλή ή απαίτηση δύο ή περισσότερων προσώπων, όχι σε ποσοστό (κατά τρόπο διαιρετό), αλλά στο ολόκληρο ο καθένας. Ο τρίτος (δανειστής) μπορεί να ζητήσει την οφειλή από όποιον θέλει, είναι όμως υποχρεωμένος να την… …   Dictionary of Greek

  • ἐνοχαῖς — ἐνοχή liability fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοχῆς — ἐνοχή liability fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοχήν — ἐνοχή liability fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοχῶν — ἐνοχή liability fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… …   Dictionary of Greek

  • ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… …   Dictionary of Greek

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»