Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ενοικιάζω

  • 1 ενοικιάζω

    [эникиазо] р. отдавть внабм.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενοικιάζω

  • 2 арендовать

    ενοικιάζω, (εκ)μισθώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арендовать

  • 3 аренда

    аренд||а
    ж
    1. ἡ ἐκμίσθωση [-ις], ἡ ἐνοικίαση [-ις] (помещения) / τό πάκτωμα (земли):
    сдава́ть в \арендау ἐκμισθώνω, ἐνοικιάζω σέ κάποιον брать в \арендау μισθώνω, παίρνω μέ ἐνοίκιο, ἐνοικιάζω;
    2. (арендная плата) τό ἐνοίκιο, τό νοίκι (за помещение)^ πάκτωμα (за землю).

    Русско-новогреческий словарь > аренда

  • 4 внаём

    κ. внаймы, επίρ.
    με ενοίκιο•

    отдавать внаём εκμισθώνω, ενοικιάζω•

    брать внаём μισθώνω, ενοικιάζω•

    отдаваться внаём εκμισθώνομαι, ενοικιάζομαι•

    сдается внаём ενοικιάζεται.

    Большой русско-греческий словарь > внаём

  • 5 внаём

    με ενοίκιο
    сдавать - ενοικιάζω, εκμισθώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внаём

  • 6 внаймы

    με ενοίκιο
    сдавать - ενοικιάζω, εκμισθώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внаймы

  • 7 нанимать

    1. (помещение) ενοικιάζω 2. (на работу) προσλαμβάνω (μισθωτό).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нанимать

  • 8 отдать

    1. (возвратить) επιστρέφω, δίνω πίσω, αποδίδω 2. (передать, дать) παραδίδω, δίνω 3. (продать, отдать по какой-л. цене) δίνω 4. мор.
    - якорь ρίχνω την άγκυρα, ποντίζω την άγκυρα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отдать

  • 9 пересдать

    1. (отдать в наем, в аренду ещё раз) ενοικιάζω εκ νέου/πάλι, ξανα-νοικιάζω, (ξ)αναμισθώνω 2. (сдать экзамен, зачёт ещё раз) ξαναδίνω (π.χ. τις εξετάσεις).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересдать

  • 10 сдавать

    1. (передавать) παραδίνω, παραδίδω, μεταβιβάζω 2. (отдавать в наём, в аренду) ενοικιάζω, εκμισθώνω 3. (напр. экзамены) δίνω, περνώ 4. (отдавать куда-л. с какой-л. целью) δίνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сдавать

  • 11 арендовать

    аренд||овать
    сов и несов ἐκμισθώνω, ἐνοικιάζω (помещение)/ πακτώνω (землю).

    Русско-новогреческий словарь > арендовать

  • 12 внаем

    внаем, внаймы
    нареч:
    брать \внаем ενοικιάζω, (έκ)μισθώνω, προσλαμβάνω, πιάνω· сдавать \внаем δίνω γιά νοίκιασμα, νοικιάζω· сдается \внаем ἐνοικιάζεται.

    Русско-новогреческий словарь > внаем

  • 13 внаймы

    внаем, внаймы
    нареч:
    брать \внаймы ενοικιάζω, (έκ)μισθώνω, προσλαμβάνω, πιάνω· сдавать \внаймы δίνω γιά νοίκιασμα, νοικιάζω· сдается \внаймы ἐνοικιάζεται.

    Русско-новогреческий словарь > внаймы

  • 14 нанимать

    нанимать
    несов, нанять сов
    1. (помещение и т. п.) ἐνοικιάζω, πιάνω·
    2. (рабочую силу) προσλαμβάνω ἐργάτες, μισθώνω:
    \нанимать на работу μισθώνω.

    Русско-новогреческий словарь > нанимать

  • 15 отдавать

    отдавать
    несов
    1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·
    2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·
    3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:
    \отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:
    (помещать) τοποθετώ, βάζω:
    \отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·
    5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·
    6. мор.:
    \отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·
    7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:
    бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι.

    Русско-новогреческий словарь > отдавать

  • 16 нанимать

    [νανιμάτ"] ρ. ενοικιάζω, εργοδοτώ

    Русско-греческий новый словарь > нанимать

  • 17 нанимать

    [νανιμάτ"] ρ ενοικιάζω, εργοδοτώ

    Русско-эллинский словарь > нанимать

  • 18 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 19 заарендовать

    -дую, -дуешь
    ρ.σ.μ. ενοικιάζω ακίνητα.

    Большой русско-греческий словарь > заарендовать

  • 20 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

См. также в других словарях:

  • ενοικιάζω — ενοικιάζω, ενοικίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενοικιάζω — και νοικιάζω (Μ ἐνοικιάζω και νοικιάζω [ενοίκιον] 1. παρέχω ως ιδιοκτήτης κάτι με ενοίκιο, εκμισθώνω 2. παίρνω ως ενοικιαστής κάτι με ενοίκιο, μισθώνω 3. (για τα ενοικιαζόμενα) παρέχομαι, δίνομαι σε κάποιον με ενοίκιο …   Dictionary of Greek

  • νοικιάζω — ενοικιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοικιάζω < ἐνοίκιον, με σίγηση τού αρκτικού ε ] …   Dictionary of Greek

  • αγωγιάζω — 1. δίνω, παρέχω υποζύγιο επ’ αμοιβή, μισθώνω 2. παίρνω ζώο με αγώγι, μισθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγώγιον κατά το ενοικιάζω. ΠΑΡ. αγώγιασμα, αγωγιαστήριο] …   Dictionary of Greek

  • ενοικίαση — η [ενοικιάζω] εκμίσθωση (για ιδιοκτήτη) ή μίσθωση (για ενοικιαστή), νοίκιασμα …   Dictionary of Greek

  • ενοικίασμα — και νοίκιασμα (Μ ἐνοικίασμα και νοίκιασμα) [ενοικιάζω] ενοικίαση …   Dictionary of Greek

  • ενοικιασμός — ἐνοικιασμός, ο (Μ) [ενοικιάζω] ενοικίαση …   Dictionary of Greek

  • ενοικιαστής — ο (θηλ. ενοικιάστρια) αυτός που χρησιμοποιεί κάτι με ενοίκιο, ο μισθωτής, ο νοικάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοικιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • μετεκμισθώ — μετεκμισθῶ, όω (Μ) εκμισθώνω σε άλλον κάτι μισθωμένο, υπενοικιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκ μισθῶ «ενοικιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • προμισθώνω — προμισθῶ, όω, ΝΑ 1. μισθώνω, ενοικιάζω κάτι εκ τών προτέρων («ἀφεῑναι ἐχρῆν τὸ προμεμισθωμένον οἴκημα», Πλούτ.) 2. προκαταβάλλω το ενοίκιο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»