-
1 ενθουσιάζω
[энтусиазо] р. воодушевлять, приводить в восторг.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενθουσιάζω
-
2 восхитить
-
3 восхищать
-
4 вдохновить
вдохновитьсов, вдохновлять несов ἐμπνέω, ἐνθουσιάζω. -
5 вдохнуть
вдохнутьсов1. см. вдыхать·2. перен (что-л. в кого-л) ἐμπνέω, ἐμφυσῶ, ἐνθουσιάζω:\вдохнуть мужество в кого-л. ἐμπνέω τό θάρρος· \вдохнуть жизнь в кого-л. ἀναζωογονῶ κάποιον. -
6 воодушевлять
воодушевлятьнесов ἐμψυχώνω, ζωογονώ, ἐνθουσιάζω/ ἐμπνέω (вдохновлять). -
7 энтузиазм
энтузи||азмм ὁ ἐνθουσιασμός; с \энтузиазма́з-мом μέ ἐνθουσιασρό· проявлять \энтузиазм ἐνθουσιάζομαι, ἐκδηλώνω ἐνθουσιασμό· вызывать \энтузиазм ἐνθουσιάζω, προκαλώ ἐνθουσιασμό. -
8 воодушевлять
[*][βααντουσυβλιάτ") ρ. εμπνέω, ενθουσιάζω -
9 воодушевлять
[βααντουσυβλιάτ" ρ εμπνέω, ενθουσιάζω -
10 вдохновить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вдохновленный, βρ: -лен, -лена, ; -лено ρ.σ.μ.1. εμπνέω, ενθουσιάζω.2. ωθώ, παρακινώ, σπρώχνω•вдохновить на преступление σπρώχνω στο έγκλημα.
εμπνέομαι, ενθουσιάζομαι. -
11 воодушевить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -вленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.εμψυχώνω, ενθαρρύνω, ζωογονώ, εγκαρδιώνω, ενθουσιάζω.εμψυχώνομαι κλπ. ρ. ενργ. φ. -
12 воспламенить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспламенённый, βρ: -нён, -нена, -нено.1. αναφλέγω, ανάβω.2. μτφ. εμψυχώνω, ενθουσιάζω, φλογίζω, καίω, ανάβω φωτιά.1. αναφλέγομαι, ανάβω.2. μτφ. εμψυχώνομαι, ενθουσιάζομαι, φλέγομαι, φλογίζομαι, καίγομαι. -
13 восторгать
-
14 одухотворить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одухотворенный, βρ: -рен, -рени, -рено.1. εμψυχώνω, εμπνέω, εμφυσώ, προσδίδω ανώτερες πνευματικές ικανότητες (σε ζώα, φυτά, πράγματα κ.τ.τ.).2. ενθαρρύνω, ενθουσιάζω. -
15 окрылить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окрыленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ. αναπτερώνω, ενθουσιάζω, εμψυχώνω•успех меня -ил η επιτυχία, μού δοσε φτερά.
1. _βγάζω φτερά (για χρυσαλλίδες κλπ.).2. μτφ. αναπτερώνομαι, ενθουσιάζομαι, εμψυχώνομαι. -
16 опьянить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опьянённый, βρ: -нён, -нена, -нено.1. μεθώ.2. ενθουσιάζω•успех -ил его η επιτυχία τον μέθυσε.
-
17 упоить
упою, упоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упонный, βρ: упон, упоена, упоено ρ.σ.μ.1. (απλ.)• ποτίζω (με οινοπνευματώδη ποτά), μεθώ.2. (γραπ. λόγος) ευφραίνω, αγαλλιάζω• ενθουσιάζω•упоить успехом μεθώ από την επιτυχία.
-
18 хмелить
См. также в других словарях:
ἐνθουσιάζω — to be inspired pres subj act 1st sg ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθουσιάζω — ενθουσιάζω, ενθουσίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
ενθουσιάζω — ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ενθουσιώδη, του μεταδίνω ενθουσιασμό: Ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη. 2. προκαλώ σε κάποιον χαρά, ευχάριστο συναίσθημα: Η πρότασή σου δε μ ενθουσιάζει. 3. το μέσ., ενθουσιάζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνθουσιαζόντων — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut gen pl ἐνθουσιάζω to be inspired pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζει — ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind mp 2nd sg ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζον — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc voc sg ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζουσι — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζουσιν — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαζομένοις — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαζούσαις — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)