-
1 ενθάρρυνση
[энтарринси] ουσ. Θ. поощрение, ободрение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενθάρρυνση
-
2 поощрение
-
3 воодушевление
воодушевление с η ενθάρ ρυνση, ο ενθουσιασμός (вдох новение); η έμπνευση* * *сη ενθάρρυνση, ο ενθουσιασμός ( вдохновение); η έμπνευση -
4 ободрцение
ободрцениес ἡ ἐνθάρρυνση [-ις], ἡ ἐμ· ψύχωση [-ις]. -
5 поощрение
поощр||ениес ἡ ἐνθάρρυνση [-ις]. -
6 ободрение
[αμπαντριένιιε] ουσ. ο. ενθάρρυνση -
7 ободрение
[αμπαντριένιιε] ουσ ο ενθάρρυνση -
8 воодушевление
-я ουδ.εμψύχωση, ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, ενθουσίαση, -μός. -
9 ободрение
-я ουδ.ενθάρρυνση, εμψύχωση, εγκαρδίωση, γκάρδιωμα ζωογόνηση. -
10 одухотворение
-я ουδ.εμψύχωση, έμπνεια • ζωογόνηση, ενθουσίαση, ενθάρρυνση. -
11 поощрение
-я ουδ.ενθάρρυνση εμψύχωση. -
12 разогрев
-а α.1. θέρμανση, ζέσταμα, αναθέρμανση, ξαναζέσταμα.2. ενθάρρυνση, εγκαρδίωση. -
13 увлечение
-я ουδ.1. έλξη, τράβηγμα, σύρσιμο.2. ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, γκάρδιωμα.3. αφοσίωση, απορρόφηση, επίδοση, προσήλωση.4. ερωτοληψία, ερωτιά, έρωτας• ερωτοδουλιά.
См. также в других словарях:
ενθάρρυνση — η 1. η ενέργεια τού ενθαρρύνω, εμψύχωση 2. λόγος ή πράξη που δίνει θάρρος σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
ενθάρρυνση — η 1. η εμφύσηση (μετάδοση) θάρρους, η εμψύχωση. 2. ενισχυτικός λόγος ή πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γκόρκι, Μαξίμ — (Maksim Gorky, Νίζνι Νόβγκοροντ 1868 – Μόσχα 1936). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ. Ήταν γόνος οικογένειας βιοτεχνών. Έχασε μικρός τους γονείς του και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των γονιών της μητέρας … Dictionary of Greek
Κρουαζέ — (Croiset). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Γάλλων φιλολόγων. 1. Αλφρέ (Alfred, Παρίσι 1845 – 1923). Ελληνιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε αρχικά στην École Normale Surérieure και, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, διορίστηκε… … Dictionary of Greek
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
αναθάρρηση — η (ΑΜ ἀναθάρρησις και θάρσησις) απόκτηση ή ανάκτηση θάρρους, εμψύχωση, ενθάρρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. μσν. τ. ἀναθάρσησις < ἀναθαρσῶ και ο τ. αναθάρρηση ( ις) < ἀναθαρρῶ] … Dictionary of Greek
αναπτέρωση — η (Α ἀναπτέρωσις) νεοελλ. ενθάρρυνση, εμψύχωση αρχ. αναστάτωση, θορύβηση (τής ψυχής). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπτερῶ. Η λ. μαρτυρείται στον νομικό και ιστοριοδίφη Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1815 1881)] … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
εγκέλευμα — ἐγκέλευμα και ἐγκέλευσμα, το (Α) προτροπή, ενθάρρυνση, παρακίνηση … Dictionary of Greek