-
1 ενδοιασμός
[эндиаэмос] ουσ. α нерешительность, сомнение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενδοιασμός
-
2 нерешительность
нереши́тельн||остьж τό ἀναποφάσισ-τον, ἡ διστακτικότητα [-ης], ὁ ἐνδοιασμός, ὁ δισταγμός / ἡ ταλάντευση (при выборе)/ ἡ ἀμφιταλάντευση (при выборе из двух вещей):быть в \нерешительностьости διστάζω νά... -
3 раздумье
раздумьес1. (размышление) ἡ συλλογή, ἡ σκέψη [-ις], ὁ στοχασμός:впасть в \раздумье πέφτω σέ συλλογή·2. (колебание) ὁ δισταγμός, ὁ ἐνδοιασμός:его́ взяло \раздумье ἄρχισε νά ἔχει ἐνδοιασμούς. -
4 замешательство
-а ουδ.σύγχυση, ταραχή, καταθορύβηση•произошло замешательство в рядах войск επήρθε σύγχυση στις τάξεις του οτρατού•
вносить замешательство φέρω σύγχυση.
|| αμηχανία, ενδοιασμός. -
5 колебание
-я ουδ.1. κλόνιση, -μός• δόνηση, κραδασμός, ταλάντευση• παλμός. || ταλάντωση (ηλεκτρική).2. μτφ. διακύμανση, αστάθεια, αυξομείωση.3. μτφ. δισταγμός, ενδοιασμός, αμφιβολία. -
6 нерешительность
-и θ.αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα, ταλάντευση, ενδοιασμός•быть в -и διστάζω.
-
7 неуверенность
-и θ.αβεβαιότητα• διστακτικότητα, ενδοιασμός ταλάντευση. -
8 робость
-и θ.διστακτικότητα, ατολμία, ενδοιασμός• δειλία. -
9 сомнение
-я ουδ.1. αμφιβολία•вызывать -я γεννώ αμφιβολίες•
не оставлять -ий δεν αφήνω αμφιβολίες•
нет никакого -я δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία.
2. δισταγμός, ενδοιασμός.εκφρ.без -я – κ. вне -я χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα,• без всякого -я κ. вне всякого -я χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, εκτός πάσης αμφιβολίας. -
10 стеснение
-я ουδ.1. σφίξη, -ιμο• πίεση• θλίψη• στρίμωγμα.2. περιορισμός.3. συνωστισμός.4. δυσκολία, πιάσιμο της αναπνοής. || σφίξιμο, βάρος στην καρδιά.5. δισταγμός,ενδοιασμός.
См. также в других словарях:
ἐνδοιασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδοιασμός — ο (Μ ἐνδοιασμός) δισταγμός, αμφιβολία, ταλάντευση … Dictionary of Greek
ἐνδοιασμοῖς — ἐνδοιασμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασμοῦ — ἐνδοιασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασμῷ — ἐνδοιασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασμόν — ἐνδοιασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμηχανία — η (Α ἀμηχανία) [ἀμήχανος] απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια νεοελλ. δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός αρχ. έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
διαφόρηση — η (Α διαφόρησις) 1. διασπορά, σκόρπισμα 2. άφθονη εφίδρωση αρχ. 1. αρπαγή, κλέψιμο 2. εξάτμιση, διάλυση 3. εξάντληση 4. αμφιβολία, ενδοιασμός, αμηχανία … Dictionary of Greek
δισταγμός — ο (AM δισταγμός Α και διστασμός) [διστάζω] το να διστάζει κανείς, ενδοιασμός αρχ. αμφιβολία … Dictionary of Greek
ενδοίασις — ἐνδοίασις, η (Α) ο ενδοιασμός … Dictionary of Greek