-
1 εναντιολογώ
ἐναντιολογέωcontradict: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐναντιολογέωcontradict: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 ἐναντιολογῶ
ἐναντιολογέωcontradict: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐναντιολογέωcontradict: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 εναντιολογώ
(ε) αμετ.1) противоречить, возражать; 2) противоречить, говорить обратное
См. также в других словарях:
εναντιολογώ — ( έω) (AM ἐναντιολογῶ, έω) λέγω τα αντίθετα προς τα λεγόμενα από άλλον, αντιλέγω, προβάλλω αντιρρήσεις, αντιτείνω, αντιμιλώ αρχ. λέγω τα αντίθετα από πριν, αντιφάσκω, πέφτω σε αντιφάσεις … Dictionary of Greek
εναντιολογώ — εναντιολόγησα, αμτβ. 1. λέγω τα αντίθετα, αντιλέγω. 2. αντιφάσκω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναντιολογῶ — ἐναντιολογέω contradict pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐναντιολογέω contradict pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek