-
1 εναέριος
[энаэриос] εκ. находящийся в воздухе,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εναέριος
-
2 дорога
ο δρόμος, η οδόςканатная - εναέριος σιδηρόδρομος, разг. το τελεφερίκ (ξεν.)магистральная - η βασική/κεντρική οδός/αρτηρίαобъездная - η παράκαμψη, παρακαμπτήριος -подвесная канатная - с кольцевым движением ο εναέριος σιδηρόδρομος με συνεχόμενη (κυκλική) κυκλοφορίαскоростная - ταχείας κυκλοφορίας, η εθνική οδόςшоссейная - ο αμαξόδρομος, κύριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорога
-
3 воздушный
воздушный 1) εναέριος 2) (авиационный) αεροπορικός \воздушныйое сообщение η αεροπορική συγκοινωνία* * *1) εναέριος2) ( авиационный) αεροπορικόςвозду́шное сообще́ние — η αεροπορική συγκοινωνία
-
4 пространство
пространство с η έκταση· το διάστημα (космическое) · безвоздушное \пространство το κενό' воздушное \пространство ο εναέριος χώρος* * *сη έκταση; το διάστημα ( космическое)безвозду́шное простра́нство — το κενό
возду́шное простра́нство — ο εναέριος χώρος
-
5 воздушный
возду́шн||ыйприл1. ἀέριος, ἐναέριος, τοῦ ἀέρος:\воздушныйое пространство ὁ ἐναέριος χώρος· \воздушныйые течения τά ρεύματα τοῦ ἀέρος, τά ἀτμοσφαιρικά ρεύματα· \воздушныйое сообщение ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· \воздушный шар τό ἀερόστατο· \воздушный десант τό ἀεροπορικό ἀγημα, ἡ ἀεροπορική ἀπόβαση· \воздушныйая тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός·2. (легкий) ἀνάλαφρος, αἰθέριος:\воздушныйое платье ἀνάλαφρο φόρεμα· ◊ строить \воздушныйые замки φαντασιοκοπῶ, χτίζω πύργους στήν "ἰσπανία. -
6 авиационный
αεροπορικός, εναέριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиационный
-
7 авиация
1. (теория и практика полетов, служба, вид транспорта) η αεροπορίαразведывательная - αναγνώρισης/κατασκοπείαςтранспортная - μεταφορών/μεταγωγών2. (совокупность самолётов, вертолётов) о αεροπορικός/εναέριος στόλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиация
-
8 аэрофотограмметрия
η αεροφωτογραμμετρίαη εναέριος εικονομετρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аэрофотограмметрия
-
9 воздушный
αεροπορικός, εναέριος, αέριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздушный
-
10 заправка
I.тех. η πλήρωση, ο ανεφοδιασμός- топливом в воздухе - με καύσιμα στον αέρα, ο εναέριος ανεφοδιασμόςII.(приправа) τα μυρωδικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заправка
-
11 переброска
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переброска
-
12 пространство
ο χώρος, η έκταση, το διάστημαбесстоечное горн. - χωρίς υποστηρίγματαвыработанное - горн. κενός - εξορύξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пространство
-
13 трасса
η γραμμή, το δρομολόγιοвоздушная - ο εναέριος διάδρομος, αεροπορική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трасса
-
14 фуникулёр
το εναέριο τραμ (θάλαμος)ο εναέριος συρμός, το τηλεφερίκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фуникулёр
-
15 канатный
канат||ныйприл ἀπό χοντρό σχοινί, ἀπό παλαμάρι:\канатныйная фабрика τό σχοινάδικο, τό σχοινοπλοκείο· (подвесная) \канатныйная дорога ὁ ἐναέριος σιδηρόδρομος. -
16 подвесной
подвесн||ойприл κρεμαστός, αίωρη-τός, ἀνηρτημένος:\подвеснойая железная дорога ὁ ἐναέριος σιδηρόδρομος· \подвесной мост ἡ κρεμαστή γέφυρα -
17 пространство
пространствос ὁ χώρος, τό διάστημα/ ἡ ἔκταση [-ις] (протяжение):\пространство и время ὁ χώρος καί ὁ χρόνος· воздушное \пространство ὁ ἐναέριος χώρος· безвоздушное \пространство τό κε-νό[ν]· жизненное \пространство ὁ ζωτικός χώρος· мертвое \пространство воен. τό ἀπυρόβλητο[ν]· боязнь \пространствоа мед. ἡ ἀγοραφοβία. -
18 разведка
развед||каж1. воен. ἡ ἀνίχνευση [-ις], ἡ ἀναγνώριση [-ις]:возду́шная \разведка ἡ ἐναέριος (или ἀεροπορική) ἀναγνώριση· \разведка боем ἡ ἀνιχνευτική κρούση, ἡ κρούση γιά ἀναγνώριση· вести́ \разведкаку κάνω ἀναγνώριση, κάνω ἀνίχνευση· отправляться в \разведкаку πηγαίνω γιά ἀνίχνευση·2. геол. ἡ ἐξερεύνηση [-ις] (τοῦ ὑπεδάφους)·3. (организация) ἡ κατασκοπεία:служить в \разведкаке ὑπηρετώ στήν κατασκοπεία. -
19 воздушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αέρινος, αέριος, του αέρα•-ое давление πίεση του αέρα.
|| εναέριος•воздушный бой αερομαχία.
2. αεροπλοϊκός, αεροπορικός•-ая линия αεροπορική γραμμή•
-ое сообщение η αεροπορική συγκοινωνία•
-ое нападение αεροπορική επίθεση•
воздушный флот η αεροπορία•
-ая оборона αντιαεροπορική άμυνα.
3. κινούμενος με αέρα•воздушный молоток αερόσφυρα, -ύρα•
воздушный тормоз αεροπέδη.
4. ελαφρός•-ая походка πολύ ελαφρό βάδισμα.
εκφρ.- ые замки – αερόπυργοι (αεροβασίες, φαντασιοπληξίες, φαντασιοκοπήματα, καπνοί φαντασίας)•воздушный поцелуй – φιλί από απόσταση, με το χέρι•- ая тревога – αεροπορικός συναγερμός•воздушный насос – αεραντλία•воздушный шар – α) αερόστατο. β) μπαλλόνι, φούσκα (παιδικό παιγνίδι). -
20 дорога
-и θ.1. δρόμος, οδός•просёлочная αγροτικός δρόμος•
автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•
шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•
водная υδάτινη οδός•
воздушная дорога εναέρια οδός•
широкая дорога φαρδύς δρόμος•
торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•
большая κύρια οδός•
сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•
не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•
на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•
я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•
пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•
воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.
2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•
дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•
уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.
3. ταξίδι•утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•
веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•
запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•
отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•
собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•
счастливой -и καλό ταξίδι.
4. μέσο•упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.
εκφρ.канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•конно-железная дорога – βλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•дать ή уступить -у – κ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εναέριος — α, ο (AM ἐναέριος, ον) αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, μετέωρος («εναέρια συγκοινωνία», «εναέριος σιδηρόδρομος») μσν. 1. ουράνιος 2. ψηλός. επίρρ... εναερίως κατά εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα … Dictionary of Greek
ἐναέριος — ἐνᾱέριος , ἐναέριος in the air masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναέριος, -α — ο επίρρ. α που βρίσκεται, ζει, γίνεται στον αέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους … Dictionary of Greek
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
ἐναέριον — ἐνᾱέριον , ἐναέριος in the air masc/fem acc sg ἐνᾱέριον , ἐναέριος in the air neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
ανάερος — (I) η, ο 1. αυτός που στέκεται ή κινείται στον αέρα, εναέριος, μετέωρος 2. αυτός που φαίνεται σαν να στέκεται στον αέρα ή να αποτελείται από αέρα, ανάλαφρος, άυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αέρας]. (II) η, ο [αέρας] αυτός που δεν έχει αέρα, που… … Dictionary of Greek
γεωτροπισμός — Φαινόμενο χαρακτηριστικό για τα διάφορα όργανα των φυτών (ρίζα, βλαστό και φύλλα), η κατεύθυνση των οποίων κατά την αύξησή τους επηρεάζεται από το πεδίο της βαρύτητας. Από τη σύγκριση του γ. και του γεωτακτισμού προκύπτει ότι ο πρώτος δεν είναι… … Dictionary of Greek
ενάερος — η, ο (AM ἐνάερος, ον) εναέριος αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, που δεν διακρίνεται. επίρρ... ενάερα και ανάερα εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα … Dictionary of Greek