Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ενήλικος

  • 1 ενήλικος

    [эниликос] επ. / ουσ. совершеннолетний.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενήλικος

  • 2 совершеннолетний

    Русско-греческий словарь > совершеннолетний

  • 3 совершеннолетний

    совершеннолет||ний
    1. прил ἐνήλικος·
    2. ж ὁ ἐνήλικος.

    Русско-новогреческий словарь > совершеннолетний

  • 4 совершеннолетие

    η ενηλικίωση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совершеннолетие

  • 5 взрослый

    взрослый μεγάλος· ενήλικος (совершеннолетний)
    * * *
    κάνω έκρηξη, ανατινάζω

    Русско-греческий словарь > взрослый

  • 6 взрослый

    взрослый
    прил ἐνήλικος, μεγάλος.

    Русско-новогреческий словарь > взрослый

  • 7 повзрослеть

    повзрослеть
    сов μεγαλώνω, γίνομαι πιό ἐνήλικος.

    Русско-новогреческий словарь > повзрослеть

  • 8 совершеннолетие

    совершеннолет||ие
    с ἡ ἐνηλικίωση [-ις], ἡ ἐνηλικιότητα [-ις]:
    достигнуть \совершеннолетиеия ἐνη-λικιοῦμαι, γίνομαι ἐνήλικος.

    Русско-новогреческий словарь > совершеннолетие

  • 9 взрослый

    [βζρόσλυϊ] επ. ενήλικος

    Русско-греческий новый словарь > взрослый

  • 10 совершеннолетний

    [σαβιρσυνναλιέτνιϊ] επ ενήλικος

    Русско-греческий новый словарь > совершеннолетний

  • 11 взрослый

    [βζρόσλυϊ] επ ενήλικος

    Русско-эллинский словарь > взрослый

  • 12 совершеннолетний

    [σαβιρσυνναλιέτνιϊ] επ ενήλικος

    Русско-эллинский словарь > совершеннолетний

  • 13 взрослый

    επ.
    ενήλικος, μεγάλος•

    ты немаленький, ты взрослый человек εσύ δεν είσαι μικρός, εσύ είσαι μεγάλος.

    Большой русско-греческий словарь > взрослый

  • 14 молодость

    θ.
    νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη, τα νεανικά χρόνια•

    ранняя молодость το άνθος της νεότητας, τα μαγιάπριλα της ζωής•

    в дни -и στη νεανική ηλικία, στα νεανικά χρόνια•

    не первой -и όχι νεαρής ηλικίας, ενήλικος•

    молодость прошла τα νιάτα πέρασαν.

    Большой русско-греческий словарь > молодость

  • 15 мужик

    α.
    1. (παλ. κ. διαλκ.) μουζίκος, χωρικός, αγρότης. || (παλ. υ βρ:) αγροίκος. αμόρφωτος.
    2. (απλ.) άνθρωπος, άντρας•

    умный мужик έξυπνος άνθρωπος.

    || ενήλικος παντρεμένος.
    3. σύζυγος, άντρας.

    Большой русско-греческий словарь > мужик

  • 16 мужчина

    α. άντρας•

    красивый мужчина όμορφος άντρας.

    || ενήλικος. || αρσενικός, άρρην.

    Большой русско-греческий словарь > мужчина

  • 17 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 18 совершеннолетний

    επ. κ. ουσ. ενήλικος.

    Большой русско-греческий словарь > совершеннолетний

  • 19 совершенный

    επ., βρ: -шенен, -шнна, -о.
    1. τέλειος, εντελής, άρτιος• υπέροχος•

    -ая красота υπέροχη (ολοκληρωμένη) ομορφιά.

    2. πλήρης, απόλυτος•

    -ое равнодушие πλήρης αδιαφορία•

    -ое сходство πλήρης (άκρα) ομοιότητα.

    || πραγματικός, γνήσιος.
    3. παλ. ενήλικος.
    επ. совершенный вид (γραμμ.) στιγμιαία μορφή του ρήματος (ρ. σ.), μέλλοντας στιγμιαίος, αόριστος, απαρέμφατο.

    Большой русско-греческий словарь > совершенный

См. также в других словарях:

  • ἐνήλικος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενήλικος — η, ο και ενήλιξ, ο, η (AM ἐνῆλιξ, ο, η και ἐνήλικος, ον) [ήλιξ] αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία τής αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική ηλικία …   Dictionary of Greek

  • ενήλικος — η, ο που πέρασε στη νόμιμη ηλικία της χειραφεσίας και της αυτεξουσιότητας, που συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του και μπορεί να εξουσιάζει τον εαυτό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνηλίκοις — ἐνήλικος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηλίκους — ἐνήλικος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηλίκων — ἐνήλικος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηλίκῳ — ἐνήλικος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήλικα — ἐνήλικος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήλικοι — ἐνήλικος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενηλικιότητα — και ενηλικότητα, η η ιδιότητα τού ενηλίκου*, το να είναι κανείς ενήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ενηλικιότητα < ενήλικος με επίδραση τού ηλικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] …   Dictionary of Greek

  • ενηλικιώνομαι — και ενηλικιούμαι ( όομαι) 1. γίνομαι ενήλικος 2. (νομ.) αποκτώ τη νόμιμη ηλικία τής αυτεξουσιότητας και χειραφεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενήλικος με επίδραση τού ηλικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Ἀγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»