-
1 εμφάνιση
[эмфаниси] ουσ. Θ. представлеие, предъявление,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εμφάνιση
-
2 наружность
-и θ.εμφάνιση, θεωρία, θωριά• παρουσιαστικό όψη• φαινομενικότητα•у него прекрасная наружность αυτός έχει πολύ ωραία εμφάνιση•
судя по -и κρίνοντας από την. εμφάνιση;•
наружность обманчива το παρουσιαστικό είναι απατηλό•
под прекрасной -ью он скрывает низкую душу αυτός κρύβει την ευτελή ψυχή του κάτω από την ωραία εμφάνιση.
|| το εξωτερικό (αντικειμένου)•наружность дома το εξωτερικό του σπιτιού.
-
3 внешность
внешн||остьж τό ἐξωτερικό[ν], ἡ ἐμφάνιση [-ις[, τό παρουσιαστικό, ἡ ἐξωτερική ὄψη [-ις], ἡ ἐπιφάνεια:красивая \внешностьость ἡ ὠραία ἐμφάνιση· \внешностьость обманчива τά φαινόμενα ἀπατοῦν, ἡ ἐξωτερική ἐμφάνιση εἶναι ἀπατηλή. -
4 возникновение
-я ουδ.εμφάνιση (για πρώτη φορά)•возникновение жизни на земле η εμφάνιση της £ωής πάνω στη Γη•
возникновение частной собственности η εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας.
-
5 выход
1. (место выхода) η έξοδοςзапасный (в зданиях) - κινδύνου, εφεδρική -пожарный - κινδύνου/πυρκαγιάς2. (объём или количество конечного продукта) η παραγωγή 3. (геол., горн.) η εμφάνιση (στρώματος, επιφανειακή) 4. вчт. η έξοδος 5. (в космос) η έξοδος στο διάστημα 6. (из строя) η παύση/το σταμάτημα λόγω βλάβης 7. (за установленные пределы) η υπέρβαση (των προκαθορισμένων παραμέτρων) 8. (способ, решение) η λύση, η έξοδος 9. театр. η εμφάνιση (στη σκηνή) 10. (о книге, статье) η έκδοση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выход
-
6 появление
1. (зрительное восприятие) η παρουσία, η εμφάνιση 2. (возникновение) η εμφάνιση, η ανάδυση 3. (событие, случай) το συμβάν, το γεγονός 4. (чего-л. в результате открытия, изобретения) η ανακάλυψη, η ανάδυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > появление
-
7 проявление
1. (обнаруживание, выявление) η εκδήλωση, η εμφάνιση, η παρουσίαση 2. кфт. η εμφάνιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проявление
-
8 внешность
внешность ж το εξωτερικό, η εξωτερική όψη (или εμφάνιση), το παρουσιαστικό* * *жτο εξωτερικό, η εξωτερική όψη ( или εμφάνιση), το παρουσιαστικό -
9 выступление
выступление с о λόγος, η ομιλία η εμφάνιση (στη σκηνή) (об актёре)* * *сο λόγος, η ομιλία; η εμφάνιση (στη σκηνή) ( об актёре) -
10 появление
-
11 происхождение
происхождение с 1) η καταγωγή, η προέλευση· социальное \происхождение η κοινωνική προέλευση 2) (возникновение) η προέλευση* η αρχή, η εμφάνιση* * *с1) η καταγωγή, η προέλευσηсоциа́льное происхожде́ние — η κοινωνική προέλευση
2) ( возникновение) η προέλευση; η αρχή, η εμφάνιση -
12 выход
выходм1. (действие) ἡ ἔξοδος, ἡ ἐξέλευση/ ἡ ἐμφάνιση [-ις], ἡ ἔκδοση [-ις], ἡ δημοσίευση [-ις] (книги и· т. п.):\выход актера ἡ ἐμφάνιση στή σκηνή·2. (место выхода) ἡ ἐξοδος:запасной \выход ἡ ἔξοδος κινδύνου·3. перен ἡ διέξοδος:\выход из положения ἡ διέξοδος· другого \выхода нет ἄλλη διέξοδος δέν ὑπάρχει· дать \выход чувству δίνω διέξοδο στό αίσθημα, ἀφήνω νά ξεσπάσει τό αίσθημα· ◊ знать все ходы и \выходы ξέρω ὀλες τίς τρύπες. -
13 вид
вид 1-а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•жалкий вид άθλια μορφή•
наружный вид εξωτερική εμφάνιση•
гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•
жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.
|| (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•больной вид ασθενική όψη•
строгий вид αυστηρό ύφος•
важный вид σοβαρό ύφος•
радостный вид χαρούμενη όψη.
|| κατάσταση•в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•
в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.
2. προοπτική, άποψη, θέα•комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•
вид на город η άποψη της πόλης.
|| τοπίο•альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.
3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•в -у, на -у εν όψει•
в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•
на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•
испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•
у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•
ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•
при -е опасности εν όψει του κινδύνου•
потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).
4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•-ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•
-ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.
5. παλ. η ταυτότητα.εκφρ.вид на жительство – είδος ταυτότητας•в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•под -ом – με την πρόφαση•видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•в -у – λόγω, ένεκα•он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.вид 2-а α.είδος• τύπος•разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.
|| (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•
отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.
(γλωσ.)•μορφή•глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•
глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).
-
14 внешность
-и θ.εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό• φάτσα, φιγούρα•судить по -и κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση.
-
15 выход
-а α.1. έξοδος•выход из дому έξοδος από το σπίτι,• выход кораблей на море απόπλους των πλοίων.
2. έκδοση•выход книги в свет έκδοση του βιβλιου,
3. εμφάνιση στη σκηνή.4. θύρα εξόδου•запасной выход έξοδος κινδύνου.
|| μτφ. απαλλαγή•выход из трудного положения έξοδος από δύσκολη κατάσταση.
5. εξαγωγή•выход масла из подсолнечных семян εξαγωγή λαδιού από ηλιόσπορο.
6. (για ορυκτά) έξοδος, εμφάνιση στην επιφάνεια.εκφρ.дать выход чувству, гневу – κ.τ.τ. αφήνω να ξεσπάσει το αίσθημα, ο θυμός•знать все входы и -ы – ξέρω όλες τις τρύπες (τα αρμόδια γραφεία)•на -е – κ. на -ах στα βουβά, στους βουβούς ρόλους•дать выход – δίνω τη δυνατότητα να εμφανιστεί. -
16 каков
-а, -о αντων.1. (ερωτημ.) τι λογής; τι είδους;•ну что -а она? – чудо! – λοιπόν, τι λογής είναι αυτή; – θαύμα!•
каков он собой? τι εξωτερική εμφάνιση έχει;
2. (αναφορική) ποιος, τι•трудно сказать каков будет урожай δύσκολο είναι να προβλέψεις τι σοδειά θα έχομε•
каков он ποιος είναι αυτός•
-ы наши запасы ποια είναι τα αποθέματα μας.
|| πλθ. -ы όπως (ακολουθεί απαρίθμηση).3. επιφ. τι!каков мерзавец! τι παλιάνθρωπος! τι αχρείος!
εκφρ.каков ни на есть – οποιοσδήποτε•каков собой ή каков из себя – τι εμφάνιση έχει. -
17 происхождение
-я ουδ.1. καταγωγή• προέλευση• γένος•грек по -ю Ελληνας την καταγωγή•
пролетарское происхождение εργατική προέλευση•
крестьянское происхождение αγροτική προέλευση•
происхождение слова προέλευση (ετυμολογία) της λέξης.
2. εμφάνιση•происхождение жизни на земле η εμφάνιση της ζωής στη γη (στον πλανήτη μας).
-
18 явка
-и θ.1. εμφάνιση, η παρουσία, ερχομός, προσέλευση, άφιξη•явка обязательна η παρουσία είναι υποχρεωτική•
явка на суд η εμφάνιση στο δικαστήριο.
2. γιάφκα, μέρος συνάντησης παράνομων μελών οργάνωσης.3. παλ. ανακοίνωση αναφορά•явка о побеге преступника ανακοίνωση για απόδραση εγκληματία•
явка о краже αναφορά (στις αρχές) για κλοπή.
-
19 вексель
το (χρεωστικό) γραμμάτι/ο, η χρεωστική συναλλαγματικήплатить - ями πληρώνωμε επιταγές/γραμμάτια-, срок платежа по которому наступает через...месяцев -, πληρωμή του οποίουαρχίζει μετά από...μήνεςавансовый - (банк.) το τραπεζικό δάνιο για εκτέλεσηέργου-акцептованный торговый - η τρα-βηκτική, συνοδεύουσα τα φορτωτικά έγγραφαкоммерческий - η εμπορική συναλλαγματική (σχετική με τη φόρτωση εμπορευμάτων)-переводный - см. траттапередаваемый - см. оборотный --погашаемый золотом -, η πληρωμή/εξαργύρωσητου οποίου γίνεται σε χρυσό-подлежащийоплате - για/προς πληρωμή/εξαργύρωσηпредъявительский -, πληρωτέο με την εμφάνιση τουсрочный - (с оплатой черезопределённый срок после предъявления) - που εξαργυρώνεται μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα από την έκδοση τουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вексель
-
20 вид
1. (на чертеже) η όψη- - в разрезе - σε τομή- εν τομή2. мат. η μορφή 3. (колебаний, волн, импульсов) η μορφή 4. (внешний) η όψη, το παρουσιαστικό, η εμφάνισητο ύφος5. биол. το είδος 6. грам. η μορφ/ήсовершенный - глагола τετελεσμένη/στιγμιαία - του ρήματος (π.χ. ο αόριστος, παρακείμενος7. (на жительство) η άδεια παραμονής 8. (род, сорт, форма, состояние) η μορφή, το είδοςв письменном - е γραπτά, γραπτώςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вид
См. также в других словарях:
εμφάνιση — η (AM ἐμφάνισις) νεοελλ. 1. παρουσίαση, προσκόμιση, προσαγωγή («γραμμάτιο πληρωτέο επί τη εμφανίσει» που πρέπει να εξοφληθεί μόλις τό παρουσιάσει, τό προσκομίσει κανείς) 2. φανέρωση, παρουσία, παρουσίαση 3. αρχική εκδήλωση, πρώτη φανέρωση 4. (για … Dictionary of Greek
εμφάνιση — η 1. παρουσίαση, φανέρωση. 2. το παρουσιαστικό: Η κυρία αυτή έχει ωραία εμφάνιση. 3. η μεταβολή της κρυμμένης εικόνας φωτοπαθούς επιφάνειας σε ορατή με φωτοχημική επεξεργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμφανίσῃ — ἐμφανίσηι , ἐμφάνισις exposure fem dat sg (epic) ἐμφανίζω show forth aor subj mid 2nd sg ἐμφανίζω show forth aor subj act 3rd sg ἐμφανίζω show forth fut ind mid 2nd sg ἐμφανίζω show forth aor subj mid 2nd sg ἐμφανίζω show forth aor subj act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek