-
1 идея
иде||яж в разн. знач. ἡ Ιδέα, ἡ ἔν-νοια / филос. τό νόημα:политические \идеяи οἱ πολιτικές Ιδέες· \идея романа ἡ Ιδέα τοῦ μυθιστορήματος· он первый по́дал эту \идеяю πρώτος είχε αὐτή τήν ίδέα· счастливая \идея ἡ σωστή Ιδέα· навязчивая \идея ἡ ἔμμονη Ιδέα -
2 настоичивость
насто́и́чив||остьж ἡ ἐμμονή, ἡ ἐπιμονή, τό πείσμα. -
3 настояние
настояни||ес ἡ ἐπιμονή, ἡ ἐμμονή:по его́ \настояниею κατ' ἀπαίτησίν του. -
4 неотвязный
неотвязн||ыйприл ἔμμονος, ἐνοχλητικός, φορτικός:\неотвязныйая мысль ἡ ἔμμονη ίδέα -
5 неотступный
неотсту́пн||ыйприл ἐπίμονος, Εμμονος:\неотступныйое преследование ἡ ἐπίμονη παρακολούθηση· \неотступныйая мысль ἡ ἐμμονη σκέψη. -
6 упорство
упор||ствос1. ἡ ἐπιμονή, ἡ ἐμμονή:неутомимое \упорствоство ἡ ἀκούραστη ἐπιμονή·2. (упрямство) τό πείσμα, ἡ ἐπιμονή. -
7 настояние
[νασταγιάνιιε] ουσ. ο. επιμονή, εμμονή -
8 настояние
[νασταγιάνιιε] ουσ ο επιμονή, εμμονή -
9 жёсткий
επ., βρ: -ток, -тка, -тко.1. σκληρός• τραχύς•жёсткий матрац σκληρό στρώμα•
-ие волосы σκληρά μαλλιά.
|| αλύγιστος,άκαμπτος. || στιφός. || δυσμάσητος (για κρέας).2. μτφ. αδρός, τραχύς• πικρός φαρμακερός•-ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
жёсткий характер σκληρός χαρακτήρας•
-ие слова φαρμακερά λόγια.
|| δυνατός, σφοδρός•жёсткий мороз δριμύ ψύχος•
жёсткий ветер σφοδρός άνεμος.
|| κακόηχος, κακόφωνος.3. αυστηρός, απαρέγκλιτος•жёсткий график αυστηρό πρόγραμμα εργασίας•
жёсткий срок αμετάκλητη (ανέκλητη) προθεσμία•
-ие меры σκληρά μέτρα•
-ая позиция έμμονη (ανένδοτη) θέση.
εκφρ.жёсткий вагон – βαγόνι τρίτης θέσης•- ая вода – γλυφό νερό. -
10 идефикс
-3. α. έμμονη ιδέα, προκατάληψη. -
11 мнительность
-и θ.1. προκατάληψη. || υποχονδρία, έμμονη ιδέα.2. δυσπιστία. -
12 навязчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός•навязчивый че-ловк ενοχλητικός άνθρωπος•
навязчивый посетитель βαρετός επισκέπτης.
2. μτφ. έμμονος, επίμονος•-ая идея, мысль έμμονη ιδέα, σκέψη.
-
13 настойчивость
-и θ.επιμονή, εμμονή, σταθερότητα, στάση• πείσμα. -
14 настоятельность
-и θ.επιμονή, εμμονή. -
15 неотвязность
-и θ.το ανυποχώρητον, εμμονή ενοχλητικότητα•неотвязность мыслей η ενοχλητι-κότητα των σκέψεων.
-
16 неотвязный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноέμμονος, αξεκόλλητος ενοχλητικός, φορτικός•какой ты -! τι ενοχλητικός που είσαι!•
-ая мысль έμμονη ιδέα.
-
17 неотступный
επ., βρ: -пен, -пна, -пноανυποχώρητος, αξεκόλλητος, επίμονος, έμμονος•-ое преследование παρακολούθηση βήμα προς βήμα•
-ая мысль έμμονη ιδέα•
-ая просьба επίμονη παράκληση.
-
18 непреклонность
-и θ.ακαμψία, αλυγισιά, σταθερότητα, εμμονή. -
19 солидность
-и θ.στερεότητα, σταθερότητα. || εμμονή. -
20 терпение
-я ουδ.1. υπομονή, καρτερία•потерять терпение χάνω την υπομονή.
2. επιμονή, εμμονή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐμμονή — continuance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμμονή — η (AM ἐμμονή) επιμονή, σταθερότητα σε κάτι αρχ. παραμονή, συνέχιση, διατήρηση … Dictionary of Greek
εμμονή — η σταθερότητα σε κάτι, σθεναρή στάση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμμονᾷ — ἐμμονή continuance fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμονήν — ἐμμονή continuance fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
έμμονος — η, ο (AM ἔμμονος, ον) αυτός που εμμένει σε κάτι, επίμονος, σταθερός νεοελλ. φρ. 1. «έμμονη ιδέα» ιδέα που μένει διαρκώς στη συνείδηση τού ατόμου και επηρεάζει ολόκληρο τον ψυχικό κόσμο και τις αντιδράσεις του 2. «έμμονα αέρια» μη πτητικά αέρια 3 … Dictionary of Greek
ιδεοληψία — Όρος της ψυχολογίας. Πρόκειται για περιοδική και αθέλητη επιβολή ιδεών ή συναισθημάτων στη συνείδηση κάποιου ατόμου, που είναι κατά κανόνα ενοχλητικά και επιζήμια. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ι. Διακρίνονται με βάση τις ιδέες ή τα συναισθήματα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
Λεοπάρντι, Τζάκομο — (Giacomo Leopardi, Ρεκανάτι 1798 – Νάπολη 1837). Ιταλός ποιητής, λόγιος και φιλόσοφος. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του κόμη Μονάλντο και της Αδελαΐδας Αντίτσι. Μεγάλωσε στην πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός κλειστού επαρχιακού περιβάλλοντος και επιδόθηκε πολύ… … Dictionary of Greek