Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εμμένω

  • 1 настаивать

    настаивать I
    несов (добиваться исполнения) ἐπιμένω, ἐμμένω (είς):
    \настаивать на своем мнении ἐπιμένω στήν ἄποψή μου.
    настаивать II
    несов
    1. (делать настой) ἐκχυλίζω:
    \настаивать чай ζεματώ τό τσάΓ
    2. (водку на чем-л.) ἀρωματίζω, προσδίδω ἄρωμα.

    Русско-новогреческий словарь > настаивать

  • 2 стоять

    сто||ять
    несов
    1. στέκομαι, στέκω, ἰσ-ταμαι:
    \стоять на коленях στέκομαι γονατιστός, γονατίζω· \стоять на четвереньках στέκομαι στά τέσσερα· \стоять на цыпочках στέκω στά νύχια (или στίς μύτες) τῶν ποδιών \стоять на ногах прям., перен στέκομαι στά πόδια μου, ὁρθοποδώ·
    2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι:
    дом \стоятьит у реки τό σπίτι εἶναι δίπλα στό ποτάμι· стол \стоятьит в комнате τό τραπέζι εἶναι στό δωμάτιο· \стоять на якоре εἶμαι ἀγκυροβολημένος, εἶμαι ἀραγμένος· \стоять на часах φυλάγω σκοπός·
    3. (быть) είμαι:
    \стоять на повестке дня εἶμαι στήν ἡμερησία διάταξη· \стоятьит плохая погода κάνει ἄσχημο καιρό· \стоять на страже ми́ра περιφρουρώ τήν είρήνη·
    4. (быть неподвижным) στέκομαι:
    поезд \стоятьи́т пять мииу́т τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά·
    5. (находиться в бездействии) εἶμαι σταματημένος, στέκομαι:
    часы \стоятьят τό ρολόγι σταμάτησε· работа \стоятьит ἡ δουλειά στέκεται·
    6. (квартировать, жить) уст. σταθμεύω, κατοικώ:
    \стоять лагерем στρατοπεδεύω, κατασκηνω·
    7. (защищать) ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι:
    \стоять за дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής είρήνης· \стоять горой за кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον μέ πάθος·
    8. (настаивать) ἐπιμένω, ἐμμένω:
    \стоять на своем ἐπιμένω στήν γνώμη μου· ◊ \стоять над душой (у кого-л.) разг γίνομαι τσιμπούρι· \стоять насмерть ὑπερασπίζομαι μέχρι θανάτου· \стоять· у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία· \стоять во главе чего́-л. εἶμαι ἐπί κεφα-λής.

    Русско-новогреческий словарь > стоять

  • 3 упорствовать

    упор||ствовать
    несов ἐπιμένω, ἐμμένω:
    \упорствоватьствовать в своих ошибках ἐπιμένω στά λάθη μου, δέν ἀναγνωρίζω τά λάθη μου.

    Русско-новогреческий словарь > упорствовать

  • 4 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 5 настоять

    -ою, -оишь
    ρ.σ.
    επιμένω, εμμένω•

    настоять на выдаче денег επιμένω να δοθούν χρήματα•

    настоять на своём мнении επιμένω στη γνώμη μου•

    настоять на свом επιμένω στο δικό μου.

    -ою, -оишь, προστκ. настой, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настоянный, βρ: настоятьсян, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτιάχνω αφέψημα• εκχυλίζω.
    2. αρωματίζω οινοπνευματώδες ποτό•

    настоять водку !на вишне φτιάχνω ούζο με γεύση βύσσινου.

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > настоять

  • 6 упорствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    επιμένω, εμμένω•

    упорствовать на своих требованиях επιμένω στις απαιτήσεις μου (διεκδικήσεις μου).

    || δεν υποχωρώ•

    мороз -ствует η παγωνιά επιμένει.

    Большой русско-греческий словарь > упорствовать

См. также в других словарях:

  • ἐμμένω — abide in pres subj act 1st sg ἐμμένω abide in pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμμένω — εμμένω, ενέμεινα βλ. πίν. 178 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐμμενῶ — ἐμμένω abide in fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμμένω — (AM ἐμμένω) μένω σταθερός, αμετακίνητος σε κάτι («εμμένω στην αρχική μου πρόταση», «ὁρκίοισι ἐμμενέειν», Ηρόδ.) αρχ. 1. διαμένω, ζω κάπου 2. (για συνθήκες, νόμους κ.λπ.) μένω αμετακίνητος, διαρκώ («ἐμμεῑναι τὸν νόμον», Πλάτ.) 3. παραμένω από… …   Dictionary of Greek

  • εμμένω — ενέμεινα, αμτβ., μένω σε κάτι σταθερός ή πιστός: Εμμένω στις απόψεις μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμμένετε — ἐμμένω abide in pres imperat act 2nd pl ἐμμένω abide in pres ind act 2nd pl ἐμμένω abide in imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμένῃ — ἐμμένω abide in pres subj mp 2nd sg ἐμμένω abide in pres ind mp 2nd sg ἐμμένω abide in pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνμένετε — ἐμμένω abide in pres imperat act 2nd pl ἐμμένω abide in pres ind act 2nd pl ἐμμένω abide in imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμεινάντων — ἐμμένω abide in aor part act masc/neut gen pl ἐμμένω abide in aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμεμενηκότα — ἐμμένω abide in perf part act neut nom/voc/acc pl ἐμμένω abide in perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμεμένηκε — ἐμμένω abide in perf imperat act 2nd sg ἐμμένω abide in perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»