Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ελπιζω

  • 1 espérer

    ελπίζω

    Dictionnaire Français-Grec > espérer

  • 2 doufat

    ελπίζω

    Česká-řecký slovník > doufat

  • 3 наделяться

    наделяться
    несов
    1. ἐλπίζω:
    я \наделятьсяюсь, что... ἐλπίζω νά.., ἐλπίζω πώς...· я \наделятьсяюсь на успех ἐλπίζω νά ἐπιτύχω·
    2. (полагаться) βασίζομαι, στηρίζω τίς ἐλπίδες:
    я на тебя \наделятьсяюсь στηρίζω τίς ἐλπίδες μου σέ σένα· \наделяться на помощь ἐλπίζω στή βοήθεια· \наделяться на дру́га βασίζομαι στον φίλο μου.

    Русско-новогреческий словарь > наделяться

  • 4 надеяться

    надеяться ελπίζω' я \надеятьсяюсь увидеть вас ελπίζω να σας δω
    * * *

    я наде́юсь уви́деть вас — ελπίζω να σας δω

    Русско-греческий словарь > надеяться

  • 5 надеяться

    -юсь, -ешься
    ρ.δ.
    1. ελπίζω•

    -юсь завтра вернуться ελπίζω αύριο να επιστρέψω•

    -юсь на успех ελπίζω να πετύχω•

    на свой силы ελπίζω (στηρίζομαι,) στις δυνάμεις μου•

    он не -лся вас видеть αυτός δεν έλπιζε να σας ιδεί.

    2. βασίζομαι, στηρίζομαι•

    на него вполне можно надеяться σ αυτόν μπορείτε να βασίζεστε πλέρια•

    надеяться на друга βασίζομαι στο φίλο.

    Большой русско-греческий словарь > надеяться

  • 6 рассчитывать

    рассчитывать 1) см. рассчитать 2) (надеяться) βασίζομαι, στηρίζομαι; - на υπολογίζω σε, ελπίζω πως —ся см. рассчитаться
    * * *
    2) ( надеяться) βασίζομαι, στηρίζομαι

    рассчи́тывать на — υπολογίζω σε, ελπίζω πως

    Русско-греческий словарь > рассчитывать

  • 7 уповать

    -аю, -аешь ρ.δ. παλ. • ελπίζω, προσδοκώ•

    уповать на успех ελπίζω στην επιτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > уповать

  • 8 ожидание

    η αναμονή
    мат. η μαθηματική ελπίδα
    -ть αναμένω, περιμένω
    προσμένω, καρτερώ
    (надеяться) προσδοκώ, ελπίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ожидание

  • 9 ожидать

    ожида́||ть
    несов ἀναμένω, περιμένω, προσμένω, καρτερώ/ προσδοκώ, ἐλπίζω (надеяться):
    нас \ожидатьют μας περιμένουν я не \ожидатьл вас увидеть δέν περίμενα νά σας ἰδῶ· \ожидатьть с нетерпением προσμένω ἀνυπόμονα, περιμένω μέ ἀνυπομονησία· не \ожидатьл! δέν τό περίμενα!

    Русско-новогреческий словарь > ожидать

  • 10 чаять

    чая||ть
    несов уст. (ожидать) разг προσδοκώ, περιμένω, καρτερώ/ ἐλπίζω (надеяться)· ◊ души не \чаятьть в ком-л. разг ἀγαπώ πολύ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > чаять

  • 11 hope

    [həup] 1. verb
    (to want something to happen and have some reason to believe that it will or might happen: He's very late, but we are still hoping he will come; I hope to be in London next month; We're hoping for some help from other people; It's unlikely that he'll come now, but we keep on hoping; `Do you think it will rain?' `I hope so/not'.) ελπίζω
    2. noun
    1) ((any reason or encouragement for) the state of feeling that what one wants will or might happen: He has lost all hope of becoming the president; He came to see me in the hope that I would help him; He has hopes of winning a scholarship; The rescuers said there was no hope of finding anyone alive in the mine.) ελπίδα
    2) (a person, thing etc that one is relying on for help etc: He's my last hope - there is no-one else I can ask.) ελπίδα,αποκούμπι
    3) (something hoped for: My hope is that he will get married and settle down soon.) ελπίδα
    - hopefulness
    - hopefully
    - hopeless
    - hopelessly
    - hopelessness
    - hope against hope
    - hope for the best
    - not have a hope
    - not a hope
    - raise someone's hopes

    English-Greek dictionary > hope

  • 12 hope against hope

    (to continue hoping when there is no (longer any) reason for hope.) ελπίζω παρά πάσαν ελπίδα

    English-Greek dictionary > hope against hope

  • 13 trust

    1. verb
    1) (to have confidence or faith; to believe: She trusted (in) him.) εμπιστεύομαι
    2) (to give (something to someone), believing that it will be used well and responsibly: I can't trust him with my car; I can't trust my car to him.) εμπιστεύομαι
    3) (to hope or be confident (that): I trust (that) you had / will have a good journey.) ελπίζω, πιστεύω
    2. noun
    1) (belief or confidence in the power, reality, truth, goodness etc of a person or thing: The firm has a great deal of trust in your ability; trust in God.) εμπιστοσύνη, πίστη
    2) (charge or care; responsibility: The child was placed in my trust.) ευθύνη
    3) (a task etc given to a person by someone who believes that they will do it, look after it etc well: He holds a position of trust in the firm.) ευθύνη
    4) (arrangement(s) by which something (eg money) is given to a person to use in a particular way, or to keep until a particular time: The money was to be held in trust for his children; ( also adjective) a trust fund) καταπίστευμα
    5) (a group of business firms working together: The companies formed a trust.) τραστ
    - trustworthy
    - trustworthiness
    - trusty
    - trustily
    - trustiness

    English-Greek dictionary > trust

  • 14 надеяться

    [ναντιέιτσα] ρ. ελπίζω

    Русско-греческий новый словарь > надеяться

  • 15 надеяться

    [ναντιέιτσα] ρ ελπίζω

    Русско-эллинский словарь > надеяться

  • 16 авось

    (μόριο)•ίσως, μπορεί, μήπως (και), авось отыграюсь ίσως κερδίσω τα χαμένα•

    надеяться на авось ελπίζω στο μήπως (στην τύχη).

    Большой русско-греческий словарь > авось

  • 17 гадать

    ρ.δ. μαντεύω, προλέγω, προγιγνώσκω, εικάζω, προεικάζω. || περιμένω, ελπίζω•

    никто не думал и не -ал κανένας δεν το σκέφτηκε και δεν το περίμενε.

    εκφρ.
    гадать на бобах – ρίχνω τα κουκιά (μαντεύω)•
    гадать на кофейной гуше – μαντεύω από το φλιτζάνι.

    Большой русско-греческий словарь > гадать

  • 18 ждать

    жду, ждешь, παρλθ. χρ. ждал, -ла, -ло, ρ.δ.
    1. μ. περιμένω, αναμένω, καρτερώ•

    -поезда περιμένω το τραίνο•, когда перестанет дождь περιμένω να σταματήσει η βροχή•

    жди меня περίμενε με•

    ждать письмо περιμένω γράμμα•

    ждать тебя не буду δε θα σε περιμένω•

    -удобного случая περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία•

    ждать его возвращения περιμένω αυτόν να επιστρέψει•

    он не заставил долго ждать αυτός γρήγορα ήρθε•

    ждать попутного ветра περιμένω ευνοϊκό άνεμο• ждать чего-н. как небесной манны; περιμένω σαν το μάννα•

    что ждет меня? τι με περιμένει;•

    ждет тебя гибель σε περιμένει ο χαμός.

    2. προσδοκώ, ελπίζω, θέλω•

    мы пощады не ждем δεν ελπίζομε σε οίκτο•

    он только того и ждал αυτός μόνο αυτό και περίμενε.

    εκφρ.
    время (ή дело) не ждет – ο καιρός ή η υπόθεση δεν περιμένει (μη βραδύνεις)•
    ждать не дождаться – ανυπομονώ, αδημονώ•
    того и жди – αυτό και να περιμένεις.

    Большой русско-греческий словарь > ждать

  • 19 льстить

    льщу, льстишь
    ρ.δ.
    1. (με δοτ. κ. ως αμ.) κολακεύω, γαλιφίζω, θωπεύω• -/ начальству κολακεύω τους προϊστάμενους•

    не льсти μη κολακεύεις.

    2. βαυκαλίζω, ικανοποιώ•

    успехи -ли его самолюбию οι επιτυχίες κολάκευαν το φιλότιμο του•

    льстить себя несбыточными надеждами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με μάταιες ελπίδες.

    κολακεύομαι• βαυκαλίζομαι. || ελπίζω.
    εκφρ.
    льстить надеждой – βαυκαλίζομαι με την ελπίδα.

    Большой русско-греческий словарь > льстить

  • 20 мечтать

    ρ.δ. ονειροπολώ, ρεμβάζω, φαντασιοκοπώ, ονειρεύομαι. || ποθώ μανιώδικα. || προύποθέτω ελπίζω.
    εκφρ.
    мечтать о себе (много, высоко) – έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου.
    ονειρεύομαι, ονειροπολώ κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > мечтать

См. также в других словарях:

  • ἐλπίζω — hope for pres subj act 1st sg ἐλπίζω hope for pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελπίζω — ελπίζω, έλπισα και ήλπισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ελπίζω — έλπισα, μτβ. και αμτβ. 1. προσδοκώ, απαντέχω, έχω καλές ελπίδες για το μέλλον: Δεν έπαψα ποτέ να ελπίζω. 2. (με τελική ή ειδική πρόταση), θεωρώ πιθανό, φαντάζομαι, πιστεύω: Ελπίζω να συνεννοηθήκαμε. ― Ελπίζω ότι θα γίνει καλά σύντομα. 3. (με την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελπίζω — (AM ἐλπίζω) 1. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο 2. θεωρώ πιθανό, προβλέπω ότι θα συμβεί κάτι 3. βασίζομαι στη βοήθεια κάποιου για να πετύχω κάτι αρχ. φοβάμαι ότι θα συμβεί κάτι κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ελπίζω < ελπίς ή, κατ άλλους, < …   Dictionary of Greek

  • ἐλπίζετε — ἐλπίζω hope for pres imperat act 2nd pl ἐλπίζω hope for pres ind act 2nd pl ἐλπίζω hope for imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίζῃ — ἐλπίζω hope for pres subj mp 2nd sg ἐλπίζω hope for pres ind mp 2nd sg ἐλπίζω hope for pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίσει — ἐλπίζω hope for aor subj act 3rd sg (epic) ἐλπίζω hope for fut ind mid 2nd sg ἐλπίζω hope for fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίσουσι — ἐλπίζω hope for aor subj act 3rd pl (epic) ἐλπίζω hope for fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐλπίζω hope for fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίσουσιν — ἐλπίζω hope for aor subj act 3rd pl (epic) ἐλπίζω hope for fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐλπίζω hope for fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίσω — ἐλπίζω hope for aor subj act 1st sg ἐλπίζω hope for fut ind act 1st sg ἐλπίζω hope for aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίσῃ — ἐλπίζω hope for aor subj mid 2nd sg ἐλπίζω hope for aor subj act 3rd sg ἐλπίζω hope for fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»