-
1 ελικοειδής
[эликоидис] επ. спиральный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελικοειδής
-
2 геликоидальный
ελικοειδήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > геликоидальный
-
3 винтообразный
ελικοειδήςσπειροειδήςκοχλιοειδήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > винтообразный
-
4 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
5 спуск
1. (движение вниз) η κάθοδος- по спирали (ав) ελικοειδής -, σπειροειδής -2. (уклон) η κατηφόρα, ο κατήφορος 3. (устройство типа лотка или жёлоба) о αγωγός εκφόρτωσηςспиральный - см. винтовой -4. (выпуск, сброс, разгрузка) η άφεση 5. полигр. η σελιδοθέτηση 6. (судна, катера и т.п. на воду) η καθέλκυση, η καθολκή 7. (опускание) το κατέβασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спуск
-
6 вннтовой
вннтов||ойприл1. (снабженный винтом) ἐλικοφόρος, κοχλιωτός:\вннтовой пароход τό ἐλικοκίνητο[ν] ἀτμόπλοιο[ν]· \вннтовой домкрат ὁ κοχλιωτός γρύλος·2. (винтообразный) ἐλικοειδής, κοχλιοειδής, σπειροειδής:\вннтовойая лестница ἡ ἐλικτή κλϊμαξ, ἡ ἐλικοειδής σκάλα· \вннтовойая нарезка ὁ ἐλικας κοχλία· \вннтовойа́я передача ἡ συναρμογή ὁδοντωτών τροχών. -
7 внтой
внт||о́йприл στριφτός, πλεκτός/ ἐλικοειδής, σπειροειδής (винтообразный):\внтойая лестница ἡ ἐλικοειδής σκάλα. -
8 извилистый
изви́ли||стыйприл ἐλικοειδής, σπειροειδής/ μαιανδροειδής (о реке):\извилистыйстая дорога ὁ ἐλικοειδής δρόμος. -
9 винтовой
επ.1. της βίδας. || με κοχλία•винтовой домкрат ανυψωτήρας με κοχλία.
2. ελικοειδής•-ая лестница ελικοειδής σκάλα.
3. ελικοκίνητος•винтовой пароход ελικοκίνητο ατμόπλοιο.
-
10 витой
επ.στριφτός, ελικοειδής•-ая лестница ελικοειδής σκάλα.
-
11 винтовой
1. (снабжённый винтом) ελικοφόρος 2. (винтообразный) ελικοειδήςκοχλιοειδήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > винтовой
-
12 зажим
1. (устройство) о σφιγκτήρας- με βίδαмонтажный эл. - συναρμολόγησης2. эл. о ακροδέκτης 3. (струбцина, скоба) о σφιγκτήρας με κοχλία 4. (действие) το σφίξιμο, η σύσφιγξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зажим
-
13 зацепление
1. (на крюк) το αγκίστρωμα 2. (шестерён) η ζεύξη, η εμπλοκήзубчатое - οδοντωτή -, οι οδοντωτοί τροχοί- зубчатое косозубое см. зубчатое винтовое -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зацепление
-
14 колесо
ο τροχός, разг. η ρόδαгребное мор. - της πρόωσης, πτερυγοφόρος -заднее - οπίσθιος -, η πίσω ρόδαзапасное - εφεδρικός -, αμοιβλός -, разг. η ρεζέρβα (ξεν.)маховое - ο σφόνδυλος, το βολάν (ξεν.)рулевое - το τιμόνι, το πηδάλιοтормозное - πέδης/φρένουтурбинное (гидромуфты гидротрансформатора) - του στροβίλου/της τουρμπίναςхвостовое ав. - ουραίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колесо
-
15 лестница
η κλίμακα, разг. η σκάλα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лестница
-
16 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
17 механизм
1. (внутреннее устройство машины, прибора, аппарата и т.п., приводящее их в действие) о μηχανισμός, το μηχάνημα, η συσκευήвыключающий полигр. - αποσύνδεσηςглавные - ы мор. οι κύριεςμηχανέςделительный - διαιρετός -, διανεμητικός -очистительный с.-х. - καθαρισμούпалубные - ы мор. τα μηχανήματα καταστρώματος- μείωσηςтормозной - φρεναρίσματος/πέ-δησηςщёточный эл. - των ψύ-κτρων2. (совокупность состояний и процессов) η διαδικασία, ο τρόπος 3. (внутреннее устройство, система чего-л.) о μηχανισμός, η μηχανή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > механизм
-
18 мешалка
ο μεικτήςη μηχανή μείξηςο αναδευτήραςструйная - με ροή/μάνικαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мешалка
-
19 молния
1. (разряд атмосферного электричества) η αστραπή, ο κεραυνός, το αστροπελέκι, зигзагообразная - ελικοειδής -шаровая - σφαιρική -, σφαιροειδής -2. (категория телеграммы) (устаревшее) το κατεπείγον τηλεγράφημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > молния
-
20 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
См. также в других словарях:
ελικοειδής, -ής -ές — ελικοειδής, ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που έχει σχήμα έλικα, που μοιάζει με έλικα: Ελικοειδής γραμμή. 2. που ελίσσεται με σπειροειδή τρόπο: Ελικοειδής δρόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑλικοειδής — of winding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικοειδής — ές (AM ἑλικοειδής, Α και εἱλικοειδής) αυτός που μοιάζει στο σχήμα με έλικα … Dictionary of Greek
ἑλικοειδῆ — ἑλικοειδής of winding neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑλικοειδής of winding masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑλικοειδής of winding masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοειδεῖ — ἑλικοειδής of winding masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἑλικοειδής of winding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοειδεῖς — ἑλικοειδής of winding masc/fem acc pl ἑλικοειδής of winding masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοειδές — ἑλικοειδής of winding masc/fem voc sg ἑλικοειδής of winding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοειδοῦς — ἑλικοειδής of winding masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοειδέες — ἑλικοειδής of winding masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοειδέσι — ἑλικοειδής of winding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοειδέσιν — ἑλικοειδής of winding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)