-
1 ελαφρύνω
[элафрино] ρ. облегчатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελαφρύνω
-
2 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
3 разгружать
1. (груз) εκφορτώνω, ξεφορτώνω 2. (содержимое) εκφορτώνω, εκρέω, εκκενώνω, αδειάζω 3. (сваливать, вываливать) ξεφορτώνω 4. (программу, работу) ελαφρύνω, ελαφρώνω, ξελαφρώνω, αδειάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разгружать
-
4 облегчать
облегч||атьнесов1. ἐλαφρύνω, ξαλαφρώνω (μετ.)·2. (упрощать) ἀπλοποιώ·3. (делать менее трудным) διευκολύνω·4. (успокаивать) ἀνακουφίζω. -
5 ослабеватьять
ослабевать||ятьнесов1. ἐξασθενώ (μετ.), ἀδυνατίζω (μετ.)·2. (уменьшать) χαλαρώνω, μετριάζω, λιγοστεύω, ἐλαττώνω:\ослабеватьятьять напор μετριάζω τἡν πίεση· \ослабеватьятья́ть внимание ἐλαττώνω τήν προσοχή·3. (делать менее строгим) ἐλαφρύνω, καταπραύνω:\ослабеватьятьять Дисциплину χαλαρώνω τήν πειθαρχία·4. (делать менее натянутым) ἀπολύω, μο-λάρω, λασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω. -
6 облегчать
[αμπλιχτσάτ'] ρ. ελαφρύνω -
7 облегчать
[αμπλιχτσάτ'] ρ ελαφρύνω -
8 налог
-а α.φόρος (κρατικός)•прямой άμεσος φόρος•
косвенный налог έμμεσος φόρος•
прогрессивный налог προοδευτικός (βαθμιαίος) φόρος•
подоходный налог φόρος εισοδήματος ή επιτηδεύματος•
взимать налог παίρνω φόρο•
обложить -ом επιβάλλω φόρο•
налог с недвижимых φόρος ακινήτων•
облегчать -и ελαφρύνω το βάρος των φόρων•
уменьшать -и ελαττώνω τους φόρους.
-
9 облегчить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облегченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. ελαφρύνω, -ώνωоблегчить ношу ελαφρώνω το φορτίο (το βάρος). || ξαλαφρώνω, μειώνω το βάρος.2. απλοποιώ.3. βελτιώνω, καλυτερεύω•облегчить условия труда καλυτερεύω τις συνθήκες εργασίας•
положение βελτιώνω την κατάσταση.
|| μαλακώνω, καθησυχάζω, ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, καταπραΰνω•облегчить боль μαλακώνω τον πόνο.
1. ελαφρώνομαι, ελαφρώνω• μειώνομαι.2. γίνομαι πιο εύκολος• καλυτερεύω, βελτιώνομαι•работа -лась η δουλειά έγινε πιο εύκολη.
3. μαλακώνω, καθησυχάζω, ξαλαφρώνω, ανακουφίζομαι.4. αποπατώ, ξαλαφρώνω.
См. также в других словарях:
ἐλαφρύνω — ἐλαφρύ̱νω , ἐλαφρύνω make light aor subj act 1st sg ἐλαφρύ̱νω , ἐλαφρύνω make light pres subj act 1st sg ἐλαφρύ̱νω , ἐλαφρύνω make light pres ind act 1st sg ἐλαφρύ̱νω , ἐλαφρύνω make light aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαφρύνω — (AM ἐλαφρύνω) 1. κάνω κάτι ελαφρό, αλαφραίνω 2. καθιστώ ευκολότερο κάτι μσν. νεοελλ. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες … Dictionary of Greek
ἐλαφρυνούσης — ἐλαφρύνω make light fut part act fem gen sg (attic epic) ἐλαφρῡνούσης , ἐλαφρύνω make light pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρῦνον — ἐλαφρύνω make light pres part act masc voc sg ἐλαφρύνω make light pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρυνθῆναι — ἐλαφρύνω make light aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρυνθῆτε — ἐλαφρύνω make light aor subj pass 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρυνθῇ — ἐλαφρύνω make light aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρυνθήσεται — ἐλαφρύνω make light fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρῦναι — ἐλαφρύνω make light aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρύνθη — ἐλαφρύνω make light aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλαφρύνθη — ἐλαφρύνω make light aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)