-
1 ελαφρότητα
[элафротита] ουσ. Θ. легкость, быстротаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελαφρότητα
-
2 верхоглядство
верхогляд||ствос ἡ ἐπιπολαιότητα, ἡ ἐλαφρότητα. -
3 ветреность
ветрен||остьж ἡ ἐλαφρότητα, ἡ ἐπιπολαιότητα. -
4 фривольность
фривольностьж ἡ ἐλαφρότητα [-ης], ἡ ἐπιπολαιότητα [-ης]. -
5 ветреность
[βιέτριναστ'] ουσ. θ. ελαφρότητα -
6 легкость
[λιόχκαστ'] ουσ. θ. ελαφρότητα -
7 ветреность
[βιέτριναστ'] ουσ θ ελαφρότητα -
8 легкость
[λιόχκαστ'] ουσ θ ελαφρότητα -
9 воздушность
-и θ.ελαφρότητα. -
10 легковесность
-и θ.ελαφρότητα, επιπολαΐτότητα. || ελαφρόνοια. -
11 лёгкость
-и θ.1. ελαφρότητα.2. ευκολία.3. ευκινησία.4. επιπολαιότητα.
См. также в других словарях:
ελαφρότητα — και ελαφρότη, η (ΑΜ ἐλαφρότης) η ιδιότητα τού ελαφρού μσν. νεοελλ. 1. έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα 2. (για γυναίκα) επιλήψιμη διαγωγή αρχ. ευκινησία … Dictionary of Greek
ελαφρότητα — η 1. η αλαφράδα (βλ. λ.). 2. μτφ., επιπολαιότητα, έλλειψη σοβαρότητας. 3. (για γυναίκες), επιλήψιμη διαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλαφρότητα — ἐλαφρότης lightness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ευχέρεια — η (ΑΜ εὐχέρεια) [ευχερής] ευκολία, ικανότητα, δυνατότητα, άνεση στη χρησιμοποίηση ανθρώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων μσν. ευκαιρία αρχ. 1. (για την τέχνη) άνεση, ευκολία κινήσεων 2. κλίση, διάθεση, ροπή για κάτι 3. προθυμία για κάτι 4. (με κακή… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ακαταστασία — η (Α ἀκαταστασία) [ἀκατάστατος] ανωμαλία, ταραχή, αναρχία νεοελλ. η έλλειψη τάξης, η αταξία αρχ. 1. η ανικανότητα για ορθοστασία «τοῡ σώματος ἀκαταστασία» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121) 2. η αστάθεια, η ελαφρότητα τού χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, Πολ. 7 … Dictionary of Greek
αλαφράδα — η [αλαφρός] 1. το να είναι κάτι ελαφρό, η ελαφρότητα 2. έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα, κουφότητα, μωρία … Dictionary of Greek
αλαφραίνω — (και αλαφραίνω και αλαφρύνω) 1. κάνω κάτι ελαφρό μειώνοντας το βάρος ή ανακουφίζω κάποιον από το βάρος 2. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες κ.λπ. 3. (για ασθένεια ή πυρετό) γίνομαι ηπιότερος 4. συμπεριφέρομαι με ελαφρότητα, ανόητα 5.… … Dictionary of Greek
αλαφροκαρδιά — η [αλαφρόκαρδος] ελαφρότητα τής καρδιάς, αμεριμνησία, ξενοιασιά … Dictionary of Greek