-
1 ελαφρά
ἐλαφρόςlight in weight: neut nom /voc /acc plἐλαφρά̱, ἐλαφρόςlight in weight: fem nom /voc /acc dualἐλαφρά̱, ἐλαφρόςlight in weight: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἐλαφρά
ἐλαφρόςlight in weight: neut nom /voc /acc plἐλαφρά̱, ἐλαφρόςlight in weight: fem nom /voc /acc dualἐλαφρά̱, ἐλαφρόςlight in weight: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ελαφρά
-
4 ἐλαφρᾷ
-
5 ελαφρά
[элафра] εκίρ. легкоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελαφρά
-
6 ελαφρά
[элафра] επίρ легко. -
7 buruşukça
ελαφρά τσαλακωμένος -
8 hafifçe
ελαφρά, ανάλαφρα -
9 ελαφρός
η, ό [ά, όν ]1) лёгкий, нетяжёлый;ελαφρό επανωφόρι — лёгкая одежда;
ελαφρή κουβέρτα — лёгкое одеяло;
ελαφρό πρόγευμα — лёгкий завтрак;
ελαφρή τροφή — лёгкая пища (удобоваримая);
ελαφρός σαν πούπουλο — лёгкий как пух;
βαδίζω με ελαφρό βήμα — ходить лёгкой походкой;
2) лёгкий, нетрудный;ελαφρή εργασία — лёгкая работа;
ελαφρός πόνος — лёгкая боль;
ελαφρό ανάγνωσμα — лёгкое чтение;
3) лёгкий, незначительный, небольшой; слабый;ελαφρά ποινή — лёгкое наказание;
ελαφρή επίπληξη — лёгкий упрёк;
ελαφρός υπαινιγμός — лёгкий намёк;
ελαφρά ειρωνεία — лёгкая ирония;
ελαφρά τρικυμία — лёгкий шторм;
ελαφρό κύμα — небольшая волна;
ελαφρός πυρετός — небольшая температура; — небольшой жар;
ελαφρός χειμώνας — мягкая зима;
4) лёгкий, несерьёзный; легкомысленный, поверхностный, пустой (тж. о человеке);ελαφρ(ι)ά μουσική — лёгкая музыка;
ελαφρό θέατρο — театр лёгкого жанра; — эстрадный театр;
ελαφρή φιλολογία — легковесная, малосодержательная литерату-
ра;5) глупый, неразумный;είναι λίγο ελαφρός — он немного придурковат;
6) лёгкий, слабый, некрепкий;ελαφρός καφές — некрепкий кофе;
ελαφρός καπνός — лёгкий табак;
ελαφρό κρασί — лёгкое вино;
ελαφρά αρώματα — слабые духи;
ελαφρό νερό — послабляющая вода, води, способствующая пищеварению;
7) лёгкий, чуткий (о сне);8) лёгкий, быстрый, проворный; 9) воен, малый;στόλος — москитный флот;ελαφρά πλοία — малые корабли;
§ ελαφρά βιομηχανία — лёгкая промышленность;
με ελαφρή συνείδηση — бессознательно;
ελαφρά τη καρδία — с лёгким сердцем, без раздумья;
γαίαν εχεις ελαφραν — пусть земля будет тебе пухом
-
10 слегка
слегканареч ἐλαφρά [-ῶς]:\слегка косну́ть-ся ἐγγίζω ἐλαφρά· \слегка кашлянуть βήχω ἐλαφρά. -
11 ελάφρ'
ἐλαφρά, ἐλαφρόςlight in weight: neut nom /voc /acc plἐλαφρά̱, ἐλαφρόςlight in weight: fem nom /voc /acc dualἐλαφρά̱, ἐλαφρόςlight in weight: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἐλαφρέ, ἐλαφρόςlight in weight: masc voc sgἐλαφραί, ἐλαφρόςlight in weight: fem nom /voc pl -
12 ἐλάφρ'
ἐλαφρά, ἐλαφρόςlight in weight: neut nom /voc /acc plἐλαφρά̱, ἐλαφρόςlight in weight: fem nom /voc /acc dualἐλαφρά̱, ἐλαφρόςlight in weight: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἐλαφρέ, ἐλαφρόςlight in weight: masc voc sgἐλαφραί, ἐλαφρόςlight in weight: fem nom /voc pl -
13 лёгкий
επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.1. ελαφρός•лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•
лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.
|| εύπεπτος•-ая пища ελαφρά τροφή.
2. άνετος, ελεύθερος•-ая походка ελαφρό βάδισμα.
3. εύκολος•лёгкий урок εύκολο μάθημα•
-ая работа εύκολη δουλειά•
-ие роды εύκολη γέννα.
4. αδύνατος, ασήμαντος•лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•
лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•
лёгкий туман αραιά ομίχλη.
|| λεπτός•-ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.
|| μικρής έντασης, αδύνατος•-сон ελαφρός ύπνος.
|| μη δραστικός•-ое вино ελαφρό κρασί•
лёгкий табак ελαφρός καπνός.
|| ακίνδυνος, μη σοβαρός•-ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.
5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.6. βολικός, καλόβουλος•лёгкий человек βολικός άνθρωπος.
7. μικρός, ευκίνητος•-ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•
-ая кавалерия ελαφρό ιππικό.
εκφρ.-ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•- ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•-ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής). -
14 притворить
-орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. притворенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.κλείνω ελαφρά•притворить за собой дверь κλείνω πίσω μου ελαφρά την πόρτα.
κλείνομαι ελαφρά. -
15 ἐλαφρός
ἐλαφρός, auch 2 Cndg., ἐλαφρὸς ὁρμά Pind. N. 5, 20, leicht; – 1) vom Gewicht; Il. 12, 450; Ggstz βαρύς, Plat. Theaet. 63 c; Xen. Cyn. 6, 11 u. öfter. Dah. leicht zu ertragen, nicht lästig, ἐλαφρότερος γίγνεται πόλεμος Τρώεσσι, fällt minder schwer, Il. 22, 287; συμφορά Antiph. III γ E.; σοὶ ἐλαφρὸν τυγχάνει ἐόν Her. 7, 38; τὰ ἐλαφρότερα ταῖς γυναιξὶν δοτέον Plat. Rep. V, 457 a; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσϑαί τι, Etwas nicht leicht nehmen, sich darüber ängstigen, es übel nehmen, Her. 1, 118. 3, 154; adv. ἐλαφρῶς, leichtlich, ohne Mühe, Oc. 5, 240; φέρειν Pind. P. 2, 93. Bei Xen. An. 3, 3, 6 sind ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι verbunden; u. öfter so von Leichtbewaffneten, was in die Bdtg – 2) sich leicht bewegend, flink, schnell übergeht; ἵπποι ἐλαφρότατοι ϑέειν Od. 3, 370; ὅστις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο 13, 87; γυῖα δ' ἔϑηκεν ἐλαφρά Il. 5, 122, leicht, rüstig; πούς Aesch. Prom. 279; πτερύγων ῥιπαί 125; καὶ ὑπόπτεροι Plat. Phaedr. 256 b; καὶ ποδώκης Plut. Fab. 7; ἐλαφρὰ ἡλικία, das rüstige, zum Kriegsdienst fähige Alter, Xen. Mem. 3, 5, 27. – 3) gering, schwach; λύσσα Eur. Bacch. 831; von einem Flusse, Pol. 16, 17, 8; – sanft, mild; καὶ μετριώτατοι τοῖς συνοῠσι Isocr. 12, 31; καὶ εὐήϑης Plat. Epist. XIII, 360 c; vgl. Theocr. 2, 124; – leichtsinnig, Pol. 6, 56, 11, wie B. A. 96 erkl. ὁ τὰς φρένας κοῦφος.
-
16 индустрия
индустрия ж η βιομηχανία тяжёлая (лёгкая) \индустрия η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία* * *жη βιομηχανίαтяжёлая (лёгкая) индустри́я — η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία
-
17 налегке
налегке 1) (легко одетый) ελαφρά ντυμένος 2) (без багажа) χωρίς αποσκευές* * *1) ( легко одетый) ελαφρά ντυμένος2) ( без багажа) χωρίς αποσκευές -
18 слегка
-
19 легкий
легк||ийприл ἐλαφρός, ἀβαρής / ἐΰκο-λος (нетрудный)! εὐστροφος, εὐκίνητος, σβέλτος (проворный):\легкийая работа ἡ ἐλαφριά δουλειά· \легкийое наказание ἡ ἐλαφρά ποινή, ἡ μικρή τιμωρία· \легкий завтрак τό ἐλαφρό[ν] πρόγευμα· \легкийое вино τό ἐλαφρό κρασί· \легкийое чтение τό εὐκολο ἀνάγνωσμα· \легкийая промышленность ἡ ἐλαφρά βιομηχανία· ◊ \легкий характер ὁ βολικός (или καλοβολος) χαρακτήρας· \легкийая атлетика спорт. ὁ ἀθλητισμός στίβου· с\легкийим сердцем μέ ἐλαφριά καρδιά. -
20 налегке
επίρ.1. ελαφρά (κατά το βάρος).2. ελαφρά (ντυμένος).
См. также в других словарях:
ἐλαφρά — ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαφρά — επίρρ. βλ. ελαφρός … Dictionary of Greek
ἐλαφρᾷ — ἐλαφρός light in weight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλειπτοκυτταρική αναιμία η ελαφρά μορφή ιδιοσυστασιακής κληρονομικής αιμολυτικής αναιμίας. — ο όργανο με το οποίο χαράζονται ελλείψεις, ο ελλειπτικός διαβήτης … Dictionary of Greek
ἐλάφρ' — ἐλαφρά , ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐλαφρέ , ἐλαφρός light in weight masc voc sg ἐλαφραί , ἐλαφρός light … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… … Dictionary of Greek
λιθοβόλος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
λιθόβολος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
ἐλαφρᾶι — ἐλαφρᾷ , ἐλαφρός light in weight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφράν — ἐλαφρά̱ν , ἐλαφρός light in weight fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφράς — ἐλαφρά̱ς , ἐλαφρός light in weight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)