-
1 ελαττωματικός
[элаттоматикос]εκ. имеющий недостаток, дефектный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελαττωματικός
-
2 дефектный
ελαττωματικόςελλιπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дефектный
-
3 неисправный
1. (испорченный) χαλασμένος, ελαττωματικός 2. (неаккуратный) ασυνεπήςαμελήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неисправный
-
4 оборудование
1. (действие) о εξοπλισμός, η εγκατάσταση 2. (аппаратура) о εξοπλισμ/ός, οι συσκευές, τα μηχανήματα, η εγκατάστασηавтотормозное ж.-д. η εγκατάσταση της αυτόματης πέδηςмонтажное - τα μηχανήματα ανέγερσης/συναρμολόγησης- της παραγωγής, βιομηχανικός -швартовное - мор. τα εξαρτήματα ορμίσεωςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оборудование
-
5 дефективный
дефективныйприл ἐλαττωματικός:\дефективный ребенок τό ἐλαττωματικό παιδί. -
6 изъян
изъянм τό ἐλάττωμα, τό ψεγάδι, ἡ ἀτέλεια, ἡ ἔλλειψη [-ις]:с \изъяном ἐλαττωματικός. -
7 неисправностьый
неисправность||ыйприл1. (испорченный) ἐλαττωματικός, χαλασμένος, πού ἔχει βλάβη·2. (неаккуратный) ἀπρόσεκτος, ἀμελής:\неисправностьыйый плательщик ὁ κακοπληρωτής. -
8 неполноценный
неполноценныйприл ἐλαττωματικός, ἀτελής. -
9 несовершенный
несовершенный Iприл ἀτελής, ἀτε-λειοποίητος, ἐλλιπής / ἐλαττωματικός (плохо выполненный).несовершенный IIприл:\несовершенный вид г рам. ἡ μή τετελεσμένη μορφή. -
10 дефективный
[ντιφικτίβνυϊ] εκ. ελαττωματικός -
11 неполноценный
[νιπαλνατσέννυϊ] εκ. ελαττωματικός -
12 дефективный
[ντιφικτίβνυϊ] επ ελαττωματικός -
13 неполноценный
[νιπαλνατσέννυϊ] επ ελαττωματικός -
14 бракованный
επ.σκάρτος, αποσκορακισμένος, ακατάλληλος, άχρηστος. || ελαττωματικός, βλαμμένος. -
15 дефективный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноελαττωματικός, ατελής•дефективный ребёнок ελαττωματικό παιδάκι.
|| (γραμμ.) ελλειπτικός (για ρήμα, ουσιαστικό, επίθετο). -
16 изъян
-а (изъяну) α. ελάττωμα, ατέλεια, σφάλμα, κουσούρι. Η παλ. βλάβη φθορά, ζημιά.εκφρ.с -ом – ελαττωματικός, με ελάττωμα. -
17 изъянный
επ., (παλ,.) ελαττωματικός, σκάρτος, πλημμελής. -
18 неполноценный
επ., βρ: -ценен, -ценна, -оμη πλήρους αξίας, κατώτερος της ονομαστικής του αξίας• υποδεέστερος, κατώτερος, ελαττωματικός, ατελ.ής•-ые продукты κατώτερα προι-όντα.
-
19 порочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. κακοήθης, διεφθαρμέμος, ακόλαστος, ανήθικος, φαύλος.2. λαθεμένος ελαττωματικός πλημμελής.εκφρ.порочный круг – φαύλος κύκλος. -
20 хромать
ρ.δ.1. χωλαίνω, κουτσαίνω. || εί-ελαττωματικός, έχω μειονέκτημα.2. μτφ. δεν προοδεύω•хромать по математике κουτσαίνω στα μαθηματικά.
См. также в других словарях:
ελαττωματικός — ή, ό 1. (για έμψυχα) αυτός που έχει σωματική ατέλεια («γεννήθηκε ελαττωματικός») 2. (για άψυχα) αυτός που λειτουργεί πλημμελώς («ελαττωματικός φωτισμός») … Dictionary of Greek
ελαττωματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. (για έμψυχα), που έχει κάποιο ελάττωμα σωματικό ή πνευματικό. 2. (για πράγματα, πράξεις, λειτουργίες κτλ.), που έχει σημαντική έλλειψη, η οποία μειώνει την αξία ή τη χρησιμότητά του: Ελαττωματική κλειδαριά. – Ελαττωματική όραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλημμελής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος») μσν. αρχ. 1. παράφωνος 2. λαθεμένος, ελαττωματικός 3. δυσάρεστος, προσβλητικός. επίρρ... πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.… … Dictionary of Greek
άμορος — (I) ἄμορος, ον (Α) [μόρος] 1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.) 2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον» (Σοφ.). (II) η, ον 1. άφαντος «έγινεν άμορος» 2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το το ποντίκι.… … Dictionary of Greek
άτελος — η, ο 1. ατελής, ελαττωματικός 2. ημιτελής … Dictionary of Greek
ανεπαρκής — ές 1. μη επαρκής, ελλιπής, ελαττωματικός 2. ανάξιος, ανίκανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επαρκής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
απόριγμα — κ. απόρριμμα, το 1. ό,τι πετιέται ως περιττό, άχρηστο υπόλειμμα, σκουπίδι 2. πρόωρο γέννημα, έκτρωμα 3. έκτρωση, αποβολή εμβρύου 4. άνθρωπος (ή ζώο) ελαττωματικός, μισερός … Dictionary of Greek
ατελής — Γένος πλατύρρινων πιθήκων της τάξης των πρωτευόντων θηλαστικών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική κατ’ αγέλες στα ισημερινά δάση. Ένα είδος που ζει στη Βραζιλία (ateles paniscus) έχει σώμα λεπτό, μικρό κεφάλι,… … Dictionary of Greek
ελαττονώ — (I) ἐλαττονῶ ( έω) (Α) 1. παίρνω λιγότερα 2. δίνω λιγότερα 3. είμαι ελαττωματικός 4. μεσ. ἐλαττονοῡμαι έχω ανάγκη, χρειάζομαι 5. παθ. ἐλαττονοῡμαι μειώνομαι, ελαττώνομαι από την κατανάλωση. (II) ἐλαττονῶ ( όω) (AM) ελαττώνω, μειώνω … Dictionary of Greek
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
κακορίζικος — και κακορρίζικος η, ο (Μ κακορ(ρ)ίζικος, η, ον) 1. αυτός που έχει κακό ριζικό, κακότυχος, άτυχος, δυστυχής 2. δύστροπος, στριμμένος, ανάποδος 3. μάταιος («ω κακοριζικότατες ελπίδες τών ανθρώπω», Ερωφ.) νεοελλ. ελαττωματικός από τη γέννηση ή την… … Dictionary of Greek