Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εκών

  • 1 волей-неволей

    во́лей-нево́лей
    нареч θέλοντας καί μή, θέλεις δέ θέλεις, ἐκών ἄκων.

    Русско-новогреческий словарь > волей-неволей

  • 2 волей-неволей

    επίρ.
    θέλοντας μη θέλοντας, με το ζόρι, με το στανιό, εκών-άκων.

    Большой русско-греческий словарь > волей-неволей

  • 3 любо

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. είναι ευχάριστο, αρεστό, ωραίο• είναι να χαίρεσαι•
    это ему любо αυτό του αρέσει•

    любо смотреть на это χαίρεσαι να το βλέπεις.

    εκφρ.
    любо дорогоκ. любо мило πολύ καλά, πολύ ευχάριστα•
    любо не – θέλοντας μη θέλοντας, με τη βία, εκών-άκων.

    Большой русско-греческий словарь > любо

  • 4 рад

    -а, -о
    ως κατηγ.
    1. χαίρω, -ομαι• είμαι ευτυχής•

    я весьма (очень), что вас вижу χαίρω πολύ που σας βλέπω (σας συνάντησα)•

    я рад случаю поговорить είμαι ευτυχής, που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσομε•

    мать -а, что сын вернулся домой η μάνα είναι ευτυχής, που το παιόι γύρισε στο σπίτι•

    ему везде -ы αυτός παντού είναι καλοδεχούμενος (ευπρόσδεκτος).

    2. είμαι σύμφωνος, πρόθυμος, έτοιμος•

    я рад умереть за родину ευχαρίστως να πεθάνω για την πατρίδα.

    εκφρ.
    и не -; (и) сам не рад – λυπούμαι(γι αυτό που συνέβηκε)• рад (или) не -; хоть рад хоть не рад θέλοντας μη θέλοντας, εκών, άκων.

    Большой русско-греческий словарь > рад

  • 5 хотеть

    хочу, хочешь, хочет, хотим, хотите, хотят
    ρ.δ.
    θέλω• επιθυμώ•

    хотеть пить θέλω να πιώ•

    хотеть есть θέλω να φάω•

    хочу хлеба θέλω ψωμί•

    делайте, как хотите κάνετε, όπως θέλετε.

    || προτίθεμαι, σκοπεύω•

    я хотел вам написать письмо ήθελα να σας γράψω γράμμα...

    || επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ (να αποκτήσω)•

    хотеть мира и любви θέλω ειρήνη και αγάπη.

    || (για σεξουαλική ικανοποίηση)• θέλω.
    εκφρ.
    что хочешь – ό,τι θέλεις (απ όλα)•
    сколько -чешь – όσο (όσα) θέλεις•
    где -чешь – όπου θέλεις•
    как -чешь – όπως θέλεις•
    хочешь не хочешь ή хошь не хошь – θέλοντας μη θέλοντας, εκών άκων.
    θέλω• επιθυμώ•

    мне хочется домой εγώ θέλω να πάω σπίτι μου•

    мне хочется пить θέλω να πιώ•

    ей хочется спать αυτή θέλει να κοιμηθεί•

    ему хотетьлось что-то сказать αυτός ήθελε κάτι να πει.

    Большой русско-греческий словарь > хотеть

См. также в других словарях:

  • ἑκών — vásmi masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… …   Dictionary of Greek

  • Ἑκῶν — Ἕκης masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ. — См. В непогоду не до плаванья …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἑκόν — ἑκών vásmi masc voc sg ἑκών vásmi neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκόντα — ἑκών vásmi neut nom/voc/acc pl ἑκών vásmi masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκουσῶν — ἑκών vásmi fem gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκοῦσα — ἑκών vásmi fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκοῦσαι — ἑκών vásmi fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκοῦσαν — ἑκών vásmi fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκοῦσι — ἑκών vásmi masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»