-
1 волей-неволей
во́лей-нево́лейнареч θέλοντας καί μή, θέλεις δέ θέλεις, ἐκών ἄκων. -
2 волей-неволей
επίρ.θέλοντας μη θέλοντας, με το ζόρι, με το στανιό, εκών-άκων. -
3 любо
επίρ.με σημ. κατηγ. είναι ευχάριστο, αρεστό, ωραίο• είναι να χαίρεσαι•это ему любо αυτό του αρέσει•любо смотреть на это χαίρεσαι να το βλέπεις.
εκφρ.любо дорого – κ. любо мило πολύ καλά, πολύ ευχάριστα•любо не – θέλοντας μη θέλοντας, με τη βία, εκών-άκων. -
4 рад
-а, -оως κατηγ.1. χαίρω, -ομαι• είμαι ευτυχής•я весьма (очень), что вас вижу χαίρω πολύ που σας βλέπω (σας συνάντησα)•
я рад случаю поговорить είμαι ευτυχής, που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσομε•
мать -а, что сын вернулся домой η μάνα είναι ευτυχής, που το παιόι γύρισε στο σπίτι•
ему везде -ы αυτός παντού είναι καλοδεχούμενος (ευπρόσδεκτος).
2. είμαι σύμφωνος, πρόθυμος, έτοιμος•я рад умереть за родину ευχαρίστως να πεθάνω για την πατρίδα.
εκφρ.и не -; (и) сам не рад – λυπούμαι(γι αυτό που συνέβηκε)• рад (или) не -; хоть рад хоть не рад θέλοντας μη θέλοντας, εκών, άκων. -
5 хотеть
хочу, хочешь, хочет, хотим, хотите, хотятρ.δ.θέλω• επιθυμώ•хотеть пить θέλω να πιώ•
хотеть есть θέλω να φάω•
хочу хлеба θέλω ψωμί•
делайте, как хотите κάνετε, όπως θέλετε.
|| προτίθεμαι, σκοπεύω•я хотел вам написать письмо ήθελα να σας γράψω γράμμα...
|| επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ (να αποκτήσω)•хотеть мира и любви θέλω ειρήνη και αγάπη.
|| (για σεξουαλική ικανοποίηση)• θέλω.εκφρ.что хочешь – ό,τι θέλεις (απ όλα)•сколько -чешь – όσο (όσα) θέλεις•где -чешь – όπου θέλεις•как -чешь – όπως θέλεις•хочешь не хочешь ή хошь не хошь – θέλοντας μη θέλοντας, εκών άκων.θέλω• επιθυμώ•мне хочется домой εγώ θέλω να πάω σπίτι μου•
мне хочется пить θέλω να πιώ•
ей хочется спать αυτή θέλει να κοιμηθεί•
ему хотетьлось что-то сказать αυτός ήθελε κάτι να πει.
См. также в других словарях:
ἑκών — vásmi masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… … Dictionary of Greek
Ἑκῶν — Ἕκης masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ. — См. В непогоду не до плаванья … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἑκόν — ἑκών vásmi masc voc sg ἑκών vásmi neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκόντα — ἑκών vásmi neut nom/voc/acc pl ἑκών vásmi masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσῶν — ἑκών vásmi fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκοῦσα — ἑκών vásmi fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκοῦσαι — ἑκών vásmi fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκοῦσαν — ἑκών vásmi fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκοῦσι — ἑκών vásmi masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)