-
1 ἐκφαυλισμός
ἐκφαυλ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκφαυλισμός
-
2 ἐκφαυλισμός
ἐκ-φαυλισμός, ὁ, die Verkleinerung, Verachtung -
3 εκφαύλιση
[-ις (-εως)] η, εκφαύλισμός ο порча, развращение -
4 εκφαυλισμού
-
5 ἐκφαυλισμοῦ
-
6 εκφαυλισμώ
-
7 ἐκφαυλισμῷ
См. также в других словарях:
εκφαυλισμός — ο (AM ἐκφαυλισμός) νεοελλ. διαφθορά, εκφυλισμός, εξευτελισμός, εξαχρείωση αρχ. περιφρόνηση … Dictionary of Greek
εκφαυλισμός — ο εξαχρείωση, διαφθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκφαυλισμοῦ — ἐκφαυλισμός contemning masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφαυλισμῷ — ἐκφαυλισμός contemning masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφαύλιση — η ο εκφαυλισμός … Dictionary of Greek
εκφαύλιση — η ο εκφαυλισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαχρείωση — η η διαφθορά των ηθών, του χαρακτήρα, εκφαυλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)