Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εκφαυλισμός

См. также в других словарях:

  • εκφαυλισμός — ο (AM ἐκφαυλισμός) νεοελλ. διαφθορά, εκφυλισμός, εξευτελισμός, εξαχρείωση αρχ. περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • εκφαυλισμός — ο εξαχρείωση, διαφθορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκφαυλισμοῦ — ἐκφαυλισμός contemning masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφαυλισμῷ — ἐκφαυλισμός contemning masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφαύλιση — η ο εκφαυλισμός …   Dictionary of Greek

  • εκφαύλιση — η ο εκφαυλισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαχρείωση — η η διαφθορά των ηθών, του χαρακτήρα, εκφαυλισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»