Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εκθέτω

  • 1 εκθέτω

    (αόρ. εξέθεσα и εξέθηκα, παθ. αόρ. εξετέθην и εκτέθηκα) μετ.
    1) выставлять, вывешивать, выкладывать (наружу); 2) выставлять напоказ, экспонировать; 3) компрометировать, порочить;

    εκθέτω την υπόληψη τινός — портить чью-л. репутацию;

    4) подвергать действию (физических или химических факторов);
    5) излагать; докладывать;

    εκθέτω με λίγα λόγια — излагать в немногих словах;

    § εκθέτωτι εις πλειστηριασμόν — продавать что-л, с аукциона, с молотка;

    εκθέτω υποψηφιότητα — выставлять кандидатуру на выборах;

    εκθέτω τη ζωή μου (σε κίνδυνο) — рисковать жизнью;

    εκθέτω βρέφος — подкидывать, подбрасывать кому-л. ребёнка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκθέτω

  • 2 εκθέτω

    [эктэто] ρ.показывать на выставке.

    Эллино-русский словарь > εκθέτω

  • 3 εμπαιγμός

    ο
    1) насмешка, осмеяние, высмеивание; издевательство, глумление;

    εκθέτω στούς εμπαιγμούς — выставлять на посмешище;

    2) обман, надувательство

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμπαιγμός

  • 4 εξέθεσα

    εξέθηκα αόρ. от εκθέτω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξέθεσα

См. также в других словарях:

  • εκθέτω — εκθέτω, εξέθεσα βλ. πίν. 137 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • εκθέτω — έκθεσα και εξέθεσα, εκτέθηκα, εκτεθειμένος, μτβ. 1. θέτω έξω, τοποθετώ στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο χώρο: Εκτέθηκε το πτώμα για αναγνώριση. 2. τοποθετώ προϊόντα φυσικά, βιομηχανικά, καλλιτεχνικά σε ειδική έκθεση: Εκθέτει τους πίνακές του στην αίθουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκθέτῳ — ἔκθετος sent out of the house masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …   Dictionary of Greek

  • παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… …   Dictionary of Greek

  • διατίθημι — (AM) 1. τακτοποιώ καθετί στη θέση του («θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα», Ξεν. Απομν.) 2. μέσ. διανέμω την περιουσία μου με διαθήκη («καθὼς ἐν τῇ τελευταίᾳ βουλήσει μου διάθωμαι») αρχ. I. 1. κυβερνώ, διαχειρίζομαι («κράτιστα διαθέντι τοῡ πολέμου», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • παραδείκνυμι — και παραδεικνύω Α 1. παραβάλλω, συγκρίνω («χρὴ δὲ ἀναφέρειν παραδεικνύντα ἑαυτῷ τὸν νομοθέτην τῷ λόγῳ», Πλάτ.) 2. δείχνω, υποδεικνύω («παραδεικνύναι τινὶ τὰ δέοντα», Σωσίπ.) 3. (για ζωγράφο) παριστάνω 4. παρουσιάζω, εκθέτω («παραδείκνυμι πότε καὶ …   Dictionary of Greek

  • παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …   Dictionary of Greek

  • παρεκτίθημι — Α [εκτίθημι] 1. εκθέτω, αφηγούμαι κάτι λεπτομερώς («παρεκτίθημι τὰ πραχθέντα ὅπως γέγονε», Ενάπ.) 2. παθ. παρεκτίθεμαι α) εκθέτω κρυφά το παιδί μου β) θέτω κατά μέρος, παρασιωπώ, υποκρύπτω …   Dictionary of Greek

  • προεκτίθημι — Α [ἐκτίθημι] 1. εκθέτω ή κοινοποιώ προηγουμένως κάτι 2. εκθέτω προκαταρκτικά κάτι («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», Στράβ.) 3. οικοδομώ, κτίζω προέκταση 4. μέσ. προεκτίθεμαι προπαρασκευάζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»