-
1 устье
-
2 прессование
1. (выдавливание через матрицу) η εξώθηση, η εκβολή, η διέλαση 2. (уплотнение рыхлого материала) η συμπίεση 3. (в тюки, кипы) η συμπίεση/το γέμισμα σε δέματα/στοίβες 4. пласт., рез. η μορφοποίηση υπό πίεση, το πρεσάρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прессование
-
3 устье
1. (выходное отверстие чего-л., выход) το στόμιο, η οπή, η έξοδος 2. (реки) η εκβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устье
-
4 эмиссия
I.фин. η έκδοση (των ομολόγων, γραμματίων κ.λπ.).II.физ. η εκπομπήη ακτινοβολίαη ανάδοση, η εκβολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эмиссия
-
5 впадение
впадениес (реки) τό στόμιο[ν], ἡ ἐκβολή (ποταμού). -
6 выделение
выделениес1. юр. ἡ διαχώριση [-ις], ὁ διαχωρισμός, τό ξεχώρισμα·2. хим. ἡ ἐξαγωγή, ἡ ἐκβολή·3. физиол. ἡ ἔκ-κριση [-ις]. -
7 устье
у́сть||ес (река) τό στόμιο[ν], ἡ ἐκβολή τοῦ ποταμοῦ. -
8 впадение
[φπαντιένιιε] ουσ ο. εκβολή -
9 впадение
[φπαντιένιιε] ουσ ο εκβολή -
10 впадение
-я ουδ.1. πτώση.2. εκβολή ποταμού• ένωση δυο ποταμών. -
11 вынос
-а α.1. εξαγωγή, μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα.2. εκβολή, προβολή.3. εκφορά•вынос тела из квартиры η εκφορά του νεκρού από την κατοικία.
4. τρόπος ζεύξης των αλόγων στο αμάξι.5. πρόσχωμα. -
12 устье
-я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.1. εκβολή ποταμού.2. στόμιο• οπή• έξοδος•устье трубы το στόμιο του σωλήνα.
-
13 устьице
-а ουδ.εκβολή μικρού ποταμού. || μικρό στόμιο.βοτ. στόμα, μικρότατος πόρος φύλλου. -
14 эжекция
-и θ.εκβολή, απόρριψη• έκκριση•. -
15 эмиссия
-и θ.1. (οικον.) έκδοση (γραμματίων κλπ.)•инфляционная эмиссия πληθωριακή έκδοση.
2. (φυσ.) ανάδοση, εκβολή, εκπομπή•термоэлектронная эмиссия θερμοηλεκτρονική εκπομπή.
-
16 эстуарий
-я α.χωνοειδής εκβολή ποταμού στη θάλασσα.
См. также в других словарях:
ἐκβολή — throwing out fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… … Dictionary of Greek
εκβολή — η 1. βίαιη εξαγωγή, απόσπαση, εκδίωξη: Εκβολή εμβρύου (άμβλωση). 2. (για ποταμό), ιδίως στον πληθ., οι εκβολές το στόμιο, το σημείο όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα. 3. (ναυτ.), είδος αβαρίας, η χύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκβολῇ — ἐκβολῆι , ἐκβολεύς inspector of dykes masc dat sg (epic ionic) ἐκβολή throwing out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολῆ — ἐκβολεύς inspector of dykes masc nom/voc/acc dual ἐκβολεύς inspector of dykes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλανση ή εκβολή — Μέθοδος μηχανικής επεξεργασίας, η οποία εκμεταλλεύεται την ιδιότητα ελατότητας ορισμένων μετάλλων και συνθετικών υλών, για να τα μεταβάλει από κομμάτια ή πλάκες, σε κοίλα σώματα, με διατομή μικρότερη από τη διατομή του αρχικού τεμαχίου και με… … Dictionary of Greek
ἐκβολαῖς — ἐκβολή throwing out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολαῖσι — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολαῖσιν — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολαί — ἐκβολή throwing out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολῇσιν — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)