Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ειρηνοδίκης

  • 1 ειρηνοδίκης

    [иринодикис] ουσ. мировойend судья

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ειρηνοδίκης

  • 2 мировой

    миров||о́й I
    прил (всемирный) παγκόσμιος:
    \мировойа́я война ὁ παγκόσμιος πόλεμος· \мировой рынок ἡ παγκόσμια ἀγορά· \мировойое господство ἡ παγκόσμια κυριαρχία· \мировойац слава ἡ παγκόσμια δόξα, ἡ παγκόσμια; φήμη· \мировой рекорд τό παγκόσμιο ρεκόρ· в \мировойо́м масштабе разг σέ παγκόσμια κλίμακα ',
    мировой II
    прил уст.:
    \мировой судья 6л είρηνοδίκης· \мировой суд τό είρηνοδικείο[ν]."

    Русско-новогреческий словарь > мировой

  • 3 мировой

    επ.
    1. του σύμπαντος•

    -ое пространство το διάστημα.

    2. παγκόσμιος•

    -ая карта ο παγκόσμιος χάρτης•

    -ая война παγκόσμιος πόλεμος•

    в -ом маcштабе σε διεθνή κλίμακα.

    3. εξαιρετικός, άριστος, θαυμάσιος, υπέροχος•

    -ая вещь υπέροχο πράγμα.

    εκφρ.
    - ая скорбьπαλ. γενική απαισιοδοξία (σε λογοτεχνικό έργο).
    επ.
    1. εξώδικος, χωρίς δικαστήριο, ειρηνικός•

    -ая сделка ειρηνική διευθέτηση ή συμφωνία.

    2. ουσ. α. ειρηνοδίκης.
    3. ουσ. θ. -ая ειρηνική διευθέτηση, ειρηνικός διακανονισμός•

    предлагать -ую προτείνω ειρηνική λύση•

    пойти на -ую δέχομαι ειρηνικό διακανονισμό•

    подписать -ую υπογράφω ειρηνικό διακανονισμό.

    εκφρ.
    мировой посредник – ειρηνευτής, ειρηνοποιός•
    мировой судьяβλ. 2 σημ. мировой суд ειρηνοδικείο.

    Большой русско-греческий словарь > мировой

  • 4 судья

    -и, πλθ. судьи, -дей, судьям α.
    1. δικαστής•

    мировой судья ο ειρηνοδίκης•

    народный судья λαϊκός δικαστής.

    || διαιτητής• κριτής.
    2. (αθλτ.) ο διαιτητής.
    3. κριτής (για κάτι).
    εκφρ.
    Бог вам судья – ο Θεός θα σας κρίνει.

    Большой русско-греческий словарь > судья

См. также в других словарях:

  • ειρηνοδίκης — ο (Α εἰρηνοδίκης) νεοελλ. κατώτερος κρατικός δικαστής που υπηρετεί σε ειρηνοδικείο και οι αποφάσεις του (εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις) υπόκεινται σε έφεση στο πρωτοδικείο αρχ. ιερείς επιφορτισμένοι να τηρούν τα νόμιμα σχετικά με την κήρυξη… …   Dictionary of Greek

  • ειρηνοδίκης — ο ο κατώτατος δικαστής στην ιεραρχία του δικαστικού κλάδου, που είναι προϊστάμενος ειρηνοδικείου και ασκεί έργο συμβιβαστή μεταξύ των διαδίκων σε μικρές διαφορές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

  • ανατροφή — Η επιμέλεια για τη σωματική και διανοητική υγεία του παιδιού, τη διάπλαση του χαρακτήρα και του πνεύματός του, την επαγγελματική του εκπαίδευση και τη διαφύλαξή του από κάθε κίνδυνο. Την ανατροφική εξουσία εξασκούν οι γονείς. Από την υποχρέωση… …   Dictionary of Greek

  • αρχεδίκης — ἀρχεδίκης, ο (Α) ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε * + δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… …   Dictionary of Greek

  • ειρηνοποιός — ό (AM εἰρηνοποιός, όν) ειρηνικός, συμβιβαστικός νεοελλ. αυτός που κατευθύνει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις αρχ. ρωμαίος ειρηνοδίκης …   Dictionary of Greek

  • ειρηνοφύλαξ — ο (Α εἰρηνοφύλαξ) νεοελλ. κατώτερο αστυνομικό όργανο που εκτελούσε τις διαταγές τών δημάρχων και τών αστυνόμων αρχ. 1. φύλακας τής ειρήνης 2. τίτλος αστυνομικού 3. ρωμαίος ειρηνοδίκης …   Dictionary of Greek

  • κατής — Βλ. λ. καδής. * * * και καδής, ο (Μ κατής) Τούρκος δικαστής που δίκαζε επί τη βάσει θρησκευτικού δικαίου, ιεροδικαστής νεοελλ. ειρηνοδίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kadi] …   Dictionary of Greek

  • κυθηροδίκης — κυθηροδίκης, ὁ (Α) ο διοικητής τών Κυθήρων, ο οποίος, εντεταλμένος από τους Σπαρτιάτες, ασκούσε τη διοικητική και δικαστική εξουσία στο νησί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύθηρα + συνδετικό φωνήεν ο + δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνοδίκης, Ελληνο δίκης] …   Dictionary of Greek

  • σιμωνιακά — Πολύκροτο σκάνδαλο, που αποκαλύφτηκε τον Ιανουάριο του 1875 στην Ελλάδα, και στο οποίο είχαν ανάμειξη γνωστοί πολιτικοί και κορυφαίοι κληρικοί. Συγκεκριμένα, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, διατυπώθηκαν κατηγορίες εναντίον δύο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»