-
1 εγκοπή
[энкопи] ονσ. Θ. зарубка, надрез,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγκοπή
-
2 запил
1. (рез пилой) η εγκοπή με πριόνι 2. (на образце для испытания на удар) η εγκοπή σε δοκίμιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запил
-
3 запиливать
(делать запил)1. (пилой) κάνω εγκοπή/εγκόπτω με πριόνι 2. (на образце для испытания на удар) κάνω εγκοπή στο δοκίμιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запиливать
-
4 надрез
η εγκοπή-ать κάνω εγκοπή (με αιχμηρό ή κοφτερό εργαλείο, π.χ. με μαχαίρι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надрез
-
5 надруб
η εγκοπή (με τσεκούρι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надруб
-
6 прорезной
επ.κοφτός•прорезной карман κοφτή• τσέπη.
|| με εγκοπή, έχων εγκοπή. -
7 выемка
1. (извлечение одного из другого) η εξαγωγή 2. (грунта) η εκσκαφή, το ξέχωμα 3. горн. η εξαγωγή 4. (углубление) το κοίλωμα, το βαθούλωμα, η αυλακιά 5. арх. η εγκοπή, το άνοιγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выемка
-
8 вырез
(выемка) το άνοιγμα, η εγκοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вырез
-
9 высечка
(штампом) η εγκοπή (μέσω πρέσας/στάμπας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высечка
-
10 выточка
1. (вокруг цилиндрической детали) η κυκλική εσοχή 2. (канавка) η εγκο-πή, η αύλακα 3. (подрез) η εγκοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выточка
-
11 зазубрина
το δόντι, το χάραγμα, η χαραγματιά, η εγκοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зазубрина
-
12 закрылок
το πτερύγι/ο καμπυλότητας (του χείλους της εκφυγής), разг. το φλάπ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрылок
-
13 зарубать
(делать зарубку) χαράσσω/χαράζω, εντέμνω, κάνω εγκοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зарубать
-
14 зарубка
1. горн. η υποσκαφή 2. (выемка, заметка) η εγκοπή, η χαρακιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зарубка
-
15 кольцо
1. тех. ο δακτύλι/ος, ο κρίκος, το στεφάνιбиение - ец απόκλιση/παίξιμο - ωνконтактное эл. - επαφήςмасло-съёмное - λαδιού/ελαίουразрезное - με εγκοπή, διαιρούμενο -2. (предмет, имеющий форму обруча) о κρίκος, το δαχτυλίδιгодичные - ьца бот. ετήσιοι δακτύλιοι (του κορμού δέντρου) Заносимое на пальце украшение) το δαχτυλίδιсеребряное - ασημένιο/αργυρό -4. -ьца мн. (гимнастический снаряд) οι κρίκοι (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кольцо
-
16 нарезной
αυλακωτόςμε εγκοπήραβδωτόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нарезной
-
17 оправка
1. (для крепления обрабатываемого изделия) о βοηθητικός άξονας τόρνου, ο οχεύς 2. (для крепления режущего инструмента с центровым отверстием) о άξονας της διάτρησηςрасточная - του τορνι-ρίσματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оправка
-
18 паз
1. (тех) ο αύλακ/αςη αυλακιά, η χαρακιά* *укладывать в - ы τοποθετώ στους - ες2. (надрез, зарубка) η εγκοπή 3. (обшивки судна) η διαμήκης ραφή (του πλοίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паз
-
19 подсечка
(горн) η υπόσκαψη, η εγκοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсечка
-
20 подсочка
η ρητίνευση, η εγκοπήвести - у (деревьев для добычи живицы) ρη-τινεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсочка
См. также в других словарях:
ἐγκοπή — incision fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκοπή — η (AM ἐγκοπή) χαρακιά, εντομή νεοελλ. εσοχή σε αντικείμενο για να προσαρμοστεί σε αντίστοιχη προεξοχή άλλου αντικειμένου αρχ. 1. διακοπή 2. εμπόδιο, κώλυμα … Dictionary of Greek
ἐγκοπῇ — ἐγκόπτω knock in aor subj pass 3rd sg ἐγκοπῆι , ἐγκοπεύς tool for cutting stone masc dat sg (epic ionic) ἐγκοπή incision fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκοπή — η 1. η χαρακιά, αυλακιά. 2. η εσοχή που σχηματίζεται με κοφτερό όργανο σε σκληρή συνήθως επιφάνεια για υποδοχή αντίστοιχης προεξοχής άλλου αντικειμένου, ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκοπαί — ἐγκοπή incision fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοπήν — ἐγκοπή incision fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοπῶν — ἐγκοπή incision fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναδόκα — καναδόκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή τής αιχμής τού βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της.… … Dictionary of Greek
σκοπευτικός — ή, ό, / σκοπευτικός, ή, όν, ΝΑ [σκοπευτής] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκόπευση 2. φρ. α) «σκοπευτικά μηχανήματα» στρ. όργανα σχετικώς πολύπλοκα, προσαρμοσμένα στους κιλλίβαντες τών πυροβόλων, με τα οποία πραγματοποιείται η κατά… … Dictionary of Greek
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek