-
1 εγκλιματίζω
[энклиматизо] р. акклиматизировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγκλιματίζω
-
2 привить
I. 1. (пересадить часть одного растения на другое для передачи тех или иных свойств) εμβολιάζω, μπολιάζω 2. (приспособить, акклиматизировать) εγκλιματίζω 3. мед. (ввести в организм вакцину для предупреждения или ослабления болезни) εμβολιάζω, κάνω εμβόλιο. II. (свивая, прикрепить к чему-л) ενώνω/συνενώνω πλέκοντας με κάτι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привить
-
3 акклиматизировать
акклиматизироватьсов и несов ἐγκλιματίζω. -
4 акклиматизировать
См. также в других словарях:
εγκλιματίζω — εγκλιματίζω, εγκλιμάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εγκληματώ – εγκλιματίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στους αοριστικούς τύπους (εγκλημάτησα → διέπραξα έγκλημα, εγκλιμάτισα → συνηθίζω (οργανισμό κτλ.) σε διαφορετικό κλίμα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εγκλιματίζω — 1. συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να ζει σε ξένο γι αυτόν τόπο 2. μέσ. (για πρόσ.) εξοικειώνομαι με το κλίμα ή τις συνήθειες ζωής ενός ξένου τόπου … Dictionary of Greek
εγκλιματίζω — εγκλιμάτισα, εγκλιματίστηκα, εγκλιματισμένος, μτβ. 1. συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να ζει και να αναπτύσσεται σε κλίμα ξένου τόπου: Δεν εγκλιμάτισαν ακόμα την τίγρη στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνου. 2. το μέσ. εγκλιματίζομαι εξοικειώνομαι στο ξένο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταφυτεύω — (AM καταφυτεύω) (επιτ. τ. τού φυτεύω) γεμίζω έναν τόπο με φυτείες, πυκνοφυτεύω αρχ. 1. μτφ. 1. καθιδρύω, εγκαθιστώ 2. μετοικίζω 3. εγκλιματίζω, μεταφυτεύω ένα φυτό από έναν τόπο σε άλλον («τὴν ἄμπελον... Μακεδόνες κατεφύτευσαν κἀκεῑ καὶ ἐν… … Dictionary of Greek
εγκληματώ — εγκληματώ, εγκλημάτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: εγκληματώ – εγκλιματίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στους αοριστικούς τύπους (εγκλημάτησα → διέπραξα έγκλημα, εγκλιμάτισα → συνηθίζω (οργανισμό κτλ.) σε διαφορετικό κλίμα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής