-
1 εγκατάλειψη
[энгагалепси] ουσ. Θ. покиданиеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγκατάλειψη
-
2 уход
I. 1. (обслуживание, забота оказание помощи) η περιποίηση, η φροντίδα 2. (отклонение) η απόκλιση- частоты - της συχνότητας, η φυγή συχνότηταςII.(покидание, удаление, перемещение) η φυγή, η εγκατάλειψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уход
-
3 катапультирование
η εκτόξευση μέσω του καταπέλτη(аварийное покидание самолёта) η εκτόξευση/εγκατάλειψη (του αεροσκάφους)-ть εκτοξεύω/εκτοξεύομαι μέσω του καταπέλτηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катапультирование
-
4 покидание
(летательного аппарата) η εγκατάλειψη (του αεροσκάφους).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покидание
-
5 эвакуация
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эвакуация
-
6 заброшенность
заброшенн||остьж ἡ ἐγκατάλειψη [-ις]. -
7 запущенность
запу́щенн||остьж ἡ ἐγκατάλειψη [-ις], ἡ παραμέληση [-ις]. -
8 dropout
French\ \ renvoiGerman\ \ DropoutDutch\ \ uitvalItalian\ \ interruzione proceduraSpanish\ \ salidaCatalan\ \ -Portuguese\ \ desistência, abandonoRomanian\ \ -Danish\ \ frafald; bortfaldNorwegian\ \ frafallSwedish\ \ avhoppareGreek\ \ εγκατάλειψηFinnish\ \ poistuma; kato (erit. pitkittäistutkimuksissa)Hungarian\ \ lemorzsolódásTurkish\ \ ayrılmış kimse veya nesne veya denekEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ osipaPolish\ \ -Russian\ \ выпаданиеUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ brottfallEuskara\ \ uzteaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ ترك ، السقوطAfrikaans\ \ uitvallerChinese\ \ -Korean\ \ 중도탈락 -
9 впусте
επίρ. παλ. σε εγκατάλειψη, εγκαταλειμμένα, παραμελημένα. -
10 заброс
-а α.παραμέληση, παράβλεψη, αφροντισιά, εγκατάλειψη. -
11 заброшенность
-и θ.παραμέληση, εγκατάλειψη, παράτημα. -
12 загон
-а α.1. μάντρισμα.2. μαντρί, μάντρα• στάνη.3. χωράφι καλλιεργημένο.εκφρ.в -е – σε εγκατάλειψη• σε περιφρόνιση. -
13 запускание
-я ουδ.1. βλ. запуск (1 σημ.).2. βούτηγμα, βύθισμα, χώσιμο.-я ουδ.παραμέληση, εγκατάλειψη. -
14 запустение
-я ουδ.εγκατάλειψη, ερήμωση. ελάττωση, μείωση. -
15 запущение
-я ουδ.παλ. παρακμή• εγκατάλειψη, παραμέληση. -
16 запущенность
-и θ.εγκατάλειψη, παραμέληση, παράτημα. -
17 затерянность
-и θ.εγκατάλειψη, παραμέληση. -
18 небрежение
-я ουδ.1. περιφρόνιση, υποτίμηση• απαξίωση.2. εγκατάλειψη, παραμέληση, παράτημα. -
19 небрежность
-и θ.1. ολιγωρία, αμέλεια, αδιαφορία χαλαρότητα. || αφροντισιά, αμερημνησία, ραθυμία. || τσαπατσουλιά, ατασθαλία.2. εγκατάλειψη, παράτημα. -
20 оставление
-я ουδ.1. άφεση, άφισμα.2. εγκατάλειψη, παράτημα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας … Dictionary of Greek
εγκατάλειψη — η 1. παράτημα. 2. η οριστική απομάκρυνση από κάπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαταλείψῃ — ἐγκαταλείπω leave behind fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
έκθεση — η 1. τοποθέτηση στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο τόπο: Τα κομμένα σύκα με την έκθεσή τους ξεραίνονται γρήγορα. 2. η τοποθέτηση γεωργικών προϊόντων ή εμπορευμάτων ή ανθρώπινων δημιουργημάτων σε δημόσιο μέρος για κοινή θέα και για πώληση: Η Διεθνής Έκθεση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… … Dictionary of Greek
ησυχασμός — (quietismus). Μυστικιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε τον 16o και κυρίως τον 17ο αι. στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Σκοπός των οπαδών του κινήματος ήταν να επιτύχουν την απόλυτη και παθητική εγκατάλειψη της ψυχής… … Dictionary of Greek
λιποταξία — η (Α λιποταξία) [λιποτάκτης] η αυθαίρετη εγκατάλειψη τών τάξεων τού στρατού («λιποταξίαν καὶ στρατείας ἀπόδρασιν», Δημ.) νεοελλ. 1. (Στρ. Π.Κ.) έγκλημα που διαπράττει στρατιωτικός όταν εγκαταλείπει χωρίς άδεια τον τόπο στον οποίο έχει διαταχθεί… … Dictionary of Greek
μάλια — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… … Dictionary of Greek
μαλιά — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… … Dictionary of Greek