-
1 εγκέφαλος
[энгэфалос] ου а. а головной мозг,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγκέφαλος
-
2 мозг
ο μυελός, ο εγκέφαλος, το μυαλόкостный - των οστών/οστέωνразг. το μεδούλιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мозг
-
3 мозг
-
4 головной
мед. κεφαλικός, του κεφαλιού· - мозг ο εγκέφαλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > головной
-
5 головной
голов||но́йприл1. τοῦ κεφαλιού, κεφαλικός:\головнойная боль ὁ κεφαλό-πονος· \головнойно́й убо́р τό καπέλλο· \головнойио́й мозг ὁ ἐγκέφαλος·2. (передний) μπροστινός, πρόσθιος:\головнойно́й отряд ἡ προφυλακή, ἡ ἐμπροσθοφυλακή. -
6 мозг
мозгм1. прям.., перен ὁ μυελός, τό μυαλό:головной \мозг ὁ ἐγκέφαλος· спии-но́й \мозг ὁ νωτιαίος μυελός· воспаление \мозга ἡ ἐγκεφαλίτις· костный \мозг ὁ μυελός τῶν ὁστῶν·2. \мозги мн. кул. τά μυαλά· ◊ до \мозга костей μέχρι μυελού ὀστέων, ὡς τό μεδοῦλι· шевелить \мозгами βάζω τό μυαλό"μου νά δουλέψει. -
7 мозг
[μόσκ] ουσ. α. εγκέφαλος, νωτιαίος μυελός μυελός των οστών -
8 мозг
[μόσκ] ουσ α εγκέφαλος, νωτιαίος μυελός μυελός των οστών -
9 головной
επ.1. κεφαλικός, του κεφαλιού•-ая боль κεφαλόπονος, πονοκέφαλος, κεφαλαλγία•
головной мозг εγκέφαλος•
головной платок κεφαλομάντηλο ή τσεμπέρι•
головной убор καπέλλο•
-ая вощь ψείρα του κεφαλιού•
-ые нервы εγκεφαλικά νεύρα.
2. ο επικεφαλής•головной батальон το επικεφαλής τάγμα,
εκφρ.головной голос ή регистр – κεφαλική φωνή, φωνή κεφαλής, φάλτσε το. -
10 мозг
-а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. -и α.1. μυαλό, μυελός•головной мозг ο εγκέφαλος•
спиной мозг ο νωτιαίος μυελός•
сотрясение -а διάσειση του εγκεφάλου•
воспаление -а εγκεφαλίτιδα•
продолговатый мозг προμήκης μυελός.
2. νους, διάνοια. || καθοδηγητικό κέντρο.3. πλθ. -и τα μυαλά (φαγητό).εκφρ.костный – μυελός των οστών•с мозгом (мозгами) – μυαλωμένος, ορθόφρονας•до -а костей – μέχρι μυελού οστέων, ως το κόκκαλο (τελείως)•вправить -и – βάζω μυαλό, νουθετώ, συμμορφώνω, συνετίζω•шевелить (раскидывать) -ами – διανοούμαι, βάζω με το νου μου, σκέπτομαι, σχεδιάζω•- и не варят у него – δεν του κόβει το μυαλό ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές•- и набегрнь – (απλ.) ανάποδα σαν τον κάβουρα (αντίθετα προς όλους τους άλλους). -
11 пуп
-а α.βλ. пупок.εκφρ.пуп земли – (απλ.) ο ιθύνων, ο παντοκράτορας, ο τα πάντα διέπων, ο εγκέφαλος.
См. также в других словарях:
ἐγκέφαλος — of the brain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — ο (ενν. μυελός) 1. ο μυελός του κρανίου, το μυαλό. 2. μτφ., ο νους που διευθύνει, το πνευματικό κέντρο: Είναι ο εγκέφαλος του υπουργείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρονικός εγκέφαλος — Γενική ονομασία υπολογιστικών μηχανών που χρησιμοποιούν σύνθετα ηλεκτρονικά κυκλώματα. Ο η.ε. λέγεται επίσης πιο απλά υπολογιστής. Πολλοί χρησιμοποιούν και την αγγλική λέξη κομπιούτερ (computer). Βλ. λ. υπολογιστικές μηχανές … Dictionary of Greek
ἐγκεφάλοιο — ἐγκέφαλος of the brain masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεφάλοις — ἐγκέφαλος of the brain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεφάλου — ἐγκέφαλος of the brain masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεφάλους — ἐγκέφαλος of the brain masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεφάλων — ἐγκέφαλος of the brain masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεφάλῳ — ἐγκέφαλος of the brain masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκέφαλε — ἐγκέφαλος of the brain masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)