Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εγερτήριο

  • 1 εγερτήριο

    [эгэртирио] ουσ. о. сигнал к пробудке, подъем,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγερτήριο

  • 2 побудка

    побудка
    ж τό ἐγερτήριο σάλπισμα:
    у́тренняя \побудка τό πρωινό ἐγερτήριο σάλπισμα.

    Русско-новогреческий словарь > побудка

  • 3 заря

    зар||я
    ж
    1. ἡ αὐγή, ἡ χαραυγή, τό χάραμα (утренняя)! τό σούρουπο (вечер· няя):
    на \заряе, с \заряею τήν αὐγή, τά χαράματα· \заря занимается πήρε νά ξημερώνει·
    2. перен (начало) ἡ ἔναρξη [-ις], ἡ ἀρχή, ἡ (χαρ)αυγή:
    на \заряе́ новой жи́зии στήν αὐγή τῆς νέας ζωής·
    3. воен.:
    играть зорю а) (утреннюю) σαλπίζω ἐγερτήριο, б) (вечернюю) σαλπίζω σιωπητήριο· ◊ ни свет ни \заря πολύ νωρίς, τά ξημερώματα· от \заряй до \заряй ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδι.

    Русско-новогреческий словарь > заря

  • 4 зорька

    зорька
    ж
    1. уменьш. ἡ αὐγούλα· 2.:
    пионерская \зорька τό πιονέρικο ἐγερτήριο.

    Русско-новогреческий словарь > зорька

  • 5 подъем

    подъем
    м
    1. (поднятие) ἡ ἄρση [-ις] (грузов) I ἡ ὕψωση [-ις] (флага)·
    2. (восхождение) ἡ ἀνοδος, ἡ ἀνάβαση [-ις], τό ἀνέβασμα·
    3. (горы) ὁ ἀνήφορος:
    крутой \подъем ὁ ἀπότομος ἀνήφορος·
    4. (рост, развитие) ἡ ἄνοδος, τό ἀνέβασμα, ἡ ἀνάπ-τυξη [-ις]:
    \подъем промышленности ἡ ἄνοδος τής βιομηχανίας·
    5. воен. (побудка) τό ἐγερτήριο[ν]·
    6. (воодушевление) ἡ ἐξαρση[-ις], ὁ ἐνθουσιασμός:
    говорить с \подъемом μιλώ μέ ἐνθουσιασμό·
    7. (ноги) ἡ καμάρα·
    8. (воды в реке) ἡ ἀνύψωση [-ις] (του νεροῦ), τό φούσκωμα· ◊ быть легким на \подъем εἶμαι εὐκίνητος, εἶμαι σβέλτος· быть тяжелым на \подъем εἶμαι βραδυκίνητος, εἶμαι ἀδρανής.

    Русско-новогреческий словарь > подъем

  • 6 зорька

    θ.
    αυγούλα, αυγίτσα•

    пионерская зорька πιονέρικο εγερτήριο (σάλπισμα).

    || (διαλκ.) πρωινή αύρα.

    Большой русско-греческий словарь > зорька

  • 7 оттрубить

    -ублю, -убишь ρ.σ.
    1. σαλπίζω τελειώνω το σάλπισμα•

    оттрубить збрю σαλπίζω εγερτήριο.

    2. μτφ. υπηρετώ, δουλεύω σκληρά και μονότονα.

    Большой русско-греческий словарь > оттрубить

  • 8 побудка

    θ.
    1. ξύπνημα, αφύπνιση• διέγερση από τον ύπνο.
    2. το εγερτήριο (σάλπισμα).

    Большой русско-греческий словарь > побудка

  • 9 подъём

    α.
    1. βλ. поднятие..
    2. άνοδος, αύξηση• ανάπτυξη•

    промышленный подъём βιομηχανική άνοδος•

    подъём материального состояние народа άνοδος της υλικής ευημερίας του λαού•

    подъём производства товаров αύξηση της παραγωγής εμπορευμάτων.

    3. έξαρση, εξύψωση, μεταρσίωση, εμψύχωση, ενθουσιασμός, οιστρηλασία.
    4. ανήφορος•

    крутой подъём απότομος ανήφορος•

    спуск и подъём κατήφορος και ανήφορος.

    5. ο ταρσός του ποδιού. || το ύψωμα του υποδήματος στον ταρσό.
    6. εγερτήριο.
    7. ανύψωση του νερού (της στάθμης), φουσκωνεριά•

    подъём реки φουσκωποταμιά.

    лёгок (лёгкий) на подъём καλόβουλος, καταδεχτικότατος αβάρετος πεταχτός•

    тяжёл (тяжёлый) на подъём βαρετός, ασήκωτος, αργοκίνητο καράβι•

    деньги на подъём τα οδοιπορικά (έξοδα).

    Большой русско-греческий словарь > подъём

См. также в других словарях:

  • εγερτήριο — το (AM ἐγερτήριον) νεοελλ. 1. πρωινό σάλπισμα για να ξυπνήσουν οι στρατιώτες 2. επιτραπέζιο ρολόι που χτυπά για να ξυπνά τον κοιμισμένο, ξυπνητήρι (αρχ. μσν.) 1. μέσο διέγερσης 2. προτροπή, παρακίνηση …   Dictionary of Greek

  • εγερτήριο — το 1. πρωινό σάλπισμα για να ξυπνήσουν οι στρατιώτες. 2. ξυπνητήρι. 3. μτφ., ποίημα ή τραγούδι που ξεσηκώνει τον ενθουσιασμό του πλήθους και το παρακινεί για δράση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • -τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …   Dictionary of Greek

  • διάνα — Θεά των Λατίνων, αντίστοιχη με την Άρτεμη των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν κόρη του Δία και αδελφή του Απόλλωνα. Το πιο γνωστό λατρευτικό της κέντρο, όπου λατρευόταν μαζί με έναν μυστηριώδη θεό ή ήρωα, τον Βίρμπιο, βρισκόταν στους πρόποδες του Αλβανού… …   Dictionary of Greek

  • εγερτήριος — α, ο 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να αφυπνίζει 2. αυτός που έχει την ικανότητα να ερεθίζει 3. το ουδ. ως ουσ. το εγερτήριο* …   Dictionary of Greek

  • εξεγερτήριος — α, ο αυτός που χρησιμεύει για ξύπνημα, για εγερτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξεγείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Νικ. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • εωθινός — ή, ό (ΑΜ ἑωθινός, ὸν) [ἕωθεν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εωθινό α) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμα β) εμβατήριο που… …   Dictionary of Greek

  • ορθρινός — ή, ό (Α ὀρθρινός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην αυγή («τ ορθρινό του τραγούδι το πουλί με τη φωνή τού ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ορθρινό το εγερτήριο σάλπισμα («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένας… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εωθινός — ή, ό 1. πρωινός. 2. το ουδ. ως ουσ., εωθινό πρωινό σάλπισμα εγερτήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»