-
1 εγγυητής
[энгиитис] ουσ. а. поручитель.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγγυητής
-
2 поручитель
-
3 ведомство-гарант
η αρχή-εγγυητής, ο εγγυώμενος/εγγυούμενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ведомство-гарант
-
4 гарант
юр. о εγγυητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гарант
-
5 поручитель
ο εγγυητής, ο εγγυοδότης-ство η εγγύηση, η εγγυοδοσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поручитель
-
6 гарант
гарантм ком., юр. ὁ ἐγγυητής. -
7 поручитель
поручительм ὁ ἐγγυητής, ὁ ἐγγυοδό-της. -
8 гарант
[γκαράντ] ουσ. α. εγγυητής -
9 гарант
[γκαράντ] ουσ α εγγυητής -
10 гарант
-а α.εγγυητής. -
11 поручитель
-я α.-нща, -ы θ.εγγυητής, -τρία.
См. также в других словарях:
ἐγγυητής — one who gives security masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγυητής — ο (θηλ. εγγυήτρια) (AM ἐγγυητής) [εγγυώ] αυτός που δίνει εγγυήσεις μσν. όμηρος … Dictionary of Greek
εγγυητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που δίνει εγγύηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγγυητῆς — ἐγγυητός plighted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυηταῖς — ἐγγυητής one who gives security masc dat pl ἐγγυητός plighted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυηταί — ἐγγυητής one who gives security masc nom/voc pl ἐγγυητός plighted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυητοῦ — ἐγγυητής one who gives security masc gen sg ἐγγυητός plighted masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυητῇ — ἐγγυητής one who gives security masc dat sg (attic epic ionic) ἐγγυητός plighted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυητήν — ἐγγυητής one who gives security masc acc sg (attic epic ionic) ἐγγυητός plighted fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυητῶν — ἐγγυητής one who gives security masc gen pl ἐγγυητός plighted fem gen pl ἐγγυητός plighted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek