-
1 εβδομήντα
[эвдоминда] αριθμ. семидесятый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εβδομήντα
-
2 семьдесят
семидесяти, οργν. семьюдесятью αριθμ.ο αριθμός 70. || ποσό εβδομήντα (70)• семьдесят дней εβδομήντα μέρες•семьдесят метров εβδομήντα μέτρα•
семьдесят человек εβδομήντα άνθρωποι.
-
3 семидесятый
αριθμ. τακτικό• εβδομηκοστός, ο, η, το εβδομήντα•семидесятый номер ο εβδομηκοστός αριθμός, το εβδομήντα νούμερο•
-ые годы η δεκαετία του εβδομήντα (70 – 79).
-
4 семьдесят
-
5 семьдесят
семьдесятчисл. колич. ἐβδομήντα, ἐβδομη ко ντα. -
6 семьдесят
[σιέμ'ντισγιατ] αριθμ. εβδομήντα -
7 семьдесят
[σιέμ'ντισγιατ] αριθμ εβδομήντα
См. также в других словарях:
εβδομήντα — και βδομήντα (AM ἑβδομήντα) (απόλ. άκλιτο αριθμητ.) ο αριθμός που αποτελείται από επτά δεκάδες … Dictionary of Greek
εβδομήντα — αριθμ. απόλ., εφτά φορές ο αριθμός 10, αριθμός με 70 μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
εβδομήκοντα — οι, τα (AM ἑβδομήκοντα, οι, αι, τα) (ακλ. αριθμητ. απόλυτο) 1. εβδομήντα* 2. το αρσ. ως ουσ. οι εβδομήκοντα α) οι μεταφραστές τής Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνική β) οι εβδομήντα μαθητές ή απόστολοι τού Χριστού … Dictionary of Greek
εβδομηκονταετής — ές (AM ἑβδομηκονταετής, ές) 1. αυτός που έχει διάρκεια εβδομήντα χρόνων 2. αυτός που έχει ηλικία εβδομήντα χρόνων, εβδομηκοντούτης* … Dictionary of Greek
εβδομηκονταετηρίδα — η (AM ἑβδομηκονταετηρίς) νεοελλ. γιορτή για τη συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από ένα γεγονός αρχ. χρονική περίοδος εβδομήντα χρόνων … Dictionary of Greek
εβδομηκοστός — ή, ό (AM ἑβδομηκοστός, ή, όν) 1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τη θέση με αριθμό εβδομήντα 2. το ουδ. ως ουσ. το εβδομηκοστό(ν) ένα από τα εβδομήντα ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα σύνολο … Dictionary of Greek
εβδομηντάρης — και βδομηντάρης, α, ικο 1. ο ηλικίας εβδομήντα χρόνων 2. αυτός που περιλαμβάνει εβδομήντα μονάδες («βαρέλι εβδομηντάρικο») … Dictionary of Greek
εβδομηνταριά — η (Μ ἑβδομηνταριά) σχεδὸν εβδομήντα («καμιά εβδομηνταριά» περίπου εβδομήντα) … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek