-
1 δημος
I.ὁ жир, сало, тук Hom., Hes., Arph., Arst.II.дор. δᾶμος ὅ1) земля, страна, край, область(Λυκίης Hom.; Ὑπερβορέων Pind.)
δ. ὀνείρων Hom. — царство сновидений2) население(πᾶς δ. Hom.; Βακτρίων δ. Aesch.)
3) народ(βασιλεύς τε πᾶς τε δ. Hom.)
4) простой народἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὴ ὄντες δ. (constr. ad sensum) Thuc. — восставшие против знати народные массы;τοῦ πολλοῦ δήμου εἷς Luc. — человек из народа, простолюдин5) солдатская масса, солдаты(ὅ δ. τῶν στρατιωτῶν Xen.)
6) гражданин7) демократический образ правления, демократия(τῶν πολιτειων δύο - δ. καὴ ὀλιγαρχία Arst.; τὸν δῆμον καταστῆσαι Xen., Arst.)
8) демократическое государство(οἱ δῆμοι Dem.; κύριος ὅ δ. ἐν ταῖς δημοκρατίαις Arst.)
9) народное собрание(ἥ βουλέ καὴ ὅ δ. Xen., Dem.; λέγειν ἐν τῷ δήμω Plat.)
10) дем (часть филы; в Аттике их было сначала 100, впосл. - 174; по реформе Клисфена они были сведены, в 10 фил)(κατὰ φύλας καὴ δήμους καὴ φρατρίας Arst.; κατὰ δήμους καὴ γένη Plut.; иногда pl. τῶν δήμων Χολαργεύς Plut.)
-
2 δῆμος
ὁ δῆμος 1. родная община; округ (в Аттике); 2. народ, особ. свободный; 3. народоправие; ( in bопат раrtem) демократия, ( in malam partem) правление черни (ср. ὁ δημός жир) -
3 δῆμος
{сущ., 4}народ, народные массы.Ссылки: Деян. 12:22; 17:5; 19:30, 33.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δῆμος
-
4 δήμος
{сущ., 4}народ, народные массы.Ссылки: Деян. 12:22; 17:5; 19:30, 33.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δήμος
-
5 δήμος
ο1) дим, община (административная единица в Греции); 2) ист. дем; 3) народ -
6 δῆμος
народ, народная масса; син. ἔθνος, λαός, ὄχλος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δῆμος
-
7 δῆμος
-
8 δήμος
[димос] ουσ α община, народ. -
9 νεοδαμωδης
2[δᾶμος дор. = δῆμος См. δημος] только что принятый в число граждан Спарты, т.е. вольноотпущенный Plut.δύναται τὸ νεοδαμῶδες ἐλεύθερον ἤδη εἶναι Thuc. — (у лакедемонян) принятие в число граждан означает уже свободное состояние
-
10 πιων
-
11 αβεβαιος
-
12 αγοραιος
21) покровительствующий народным собраниям(Ζεύς Her., Aesch., Eur.)
2) покровительствующий торговле(Ἑρμῆς Arph.)
3) рыночный, базарный(ὄχλος Xen., Plut.; δῆμος Arst.)
ἀγοραῖα τέλη Arst. — рыночные пошлины4) площадной, грубый, вульгарный(σκώμματα Arph.; φιλία Arst.; ὀνόματα Luc.; λόγοι Plut.)
5) умеющий выступить в народном собрании или на судеἀ. καὴ πολιτικός Plut. — опытный политический деятель;
ἀνέρ ἀ. Plut. — искусный адвокат -
13 αδημος
-
14 ακολαστος
21) недисциплинированный, разнузданный, распущенный(δῆμος Her.; ὄχλος Eur.; στράτευμα Xen.; ἀνήρ, ἵππος Plat.)
2) невоздержный, неумеренный, распутный3) ненаказанный(ἁμαρτήματα Xen.)
-
15 αλλογνωτος
-
16 αλλοδαπος
I3иноземный, чужестранный(δῆμος, γαίη Hom., γυναῖκες Pind.; φῶτες Aesch., ξένος Plat.)
IIὅ иноземец, чужестранец Xen., Plut. -
17 ανακυπτω
Arph. тж. ἀγκύπτω1) подниматься над поверхностью, высовываться(ἐκ τῆς θαλάσσης, μέχρι τοῦ αὐχένος Plat.)
ἀνακύψαι εἴς τι Plat. — подняться до чего-л.2) (высоко) поднимать голову(ἐλευθερωθεὴς ἀνέκυψε, sc. ὅ δῆμος Her.; πρὸς τὸν Δία Eur.; ἵππος ἀνακεκυφώς Xen.)
θεώμενός τι ἀνακύπτων Plat. — заглядевшийся на что-л. закинувши голову3) возникать, появляться, обнаруживаться(παρά τινι Arph. и ἔν τινι Plut.)
ᾔδη ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοι Plat. — я предвидел, что из этого выйдет нечто хорошее4) выходить из трудного положения, приходить в себя, оправлятьсяἀνέκυψα ἀκούσας, ὅτι … Xen. — я воспрянул духом, услышав, что …;
τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Polyb. — дела карфагенян поправились -
18 αναχαιτιζω
1) трясти гривой, перен. становиться на дыбы(ἵπποι ἀνεχαίτιζον Eur.; ἵππος ἀναχαιτίσας Plut.)
2) сбрасывать на землю(τινά Eur.)
3) опрокидывать, ниспровергать(ἅπαντα ἀ. καὴ διαλύειν Dem.)
4) восставать, бунтовать(δῆμος ἀναχαιτίσας Plut.)
5) сбрасывать, сваливать с себя, освобождаться(τῶν πραγμάτων Plut.)
6) удерживать, задерживать(τέν ναῦν τοῦ δρόμου Luc.)
7) преграждать(τὸν δρόμον τινός Luc.)
-
19 απεχθανομαι
1) med. проникаться враждой, страстно ненавидеть2) med. возбуждать ненависть(λόγοι ἀπεχθανόμενοι Xen.)
3) pass. становиться или быть ненавистным(τινι Hom., Her., Thuc., Xen., Arst. и πρός τινα Eur.)
ἀ. τινι Plat. — навлекать на себя ненависть чем-л. -
20 αποδημος
дор. ἀπόδᾱμος 2ἡ ἀ. στρατεία Luc. — иноземный поход
См. также в других словарях:
δημός — fat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῆμος — district masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῆμος — district masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
δημός — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
δήμος — ο 1. διοικητική περιφέρεια που διοικείται από το δήμαρχο: Γεννήθηκα στο δήμο Καβάλας. 2. φρ., «τα εν οίκω μη εν δήμω», μη δημοσιοποιείς αυτά που συμβαίνουν σε σένα ή στο σπίτι σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγίου Αθανασίου, δήμος — Δήμος (14.387 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγχιάλου, Βαθυλάκκου, Γεφύρας, Νέας Μεσημβρίας και Ξηροχωρίου, οι οποίες… … Dictionary of Greek
Αγίου Ιωάννη Ρέντη, δήμος — Δήμος (15.060 κάτ.) της νομαρχίας Πειραιώς του νομού Αττικής, που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό … Dictionary of Greek
Αγίου Κηρύκου, δήμος — Δήμος (3.243 κάτ.) του νομού Σάμου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Περδικίου και Χρυσοστόμου οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Άγιος… … Dictionary of Greek
Αγίου Νικολάου, δήμος — Δήμος (10.906 κάτ.) και έδρα του νομού Λασιθίου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Βρουχά, Ελούντας, Έξω Λακκωνίων, Έξω Ποτάμων, Ζενίων, Καλού Χωρίου, Κριτσάς,… … Dictionary of Greek
Αγίου Στεφάνου, δήμος — Δήμος (9.451 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Αποτελείται από τον ομώνυμο οικισμό, που είναι και η έδρα του, και τον μικρότερο οικισμό Πευκόφυτο … Dictionary of Greek