-
1 флот
флот м о στόλος, το ναυτικό; военно-морской \флот о πολεμικός στόλος; торговый \флот ο εμπορικός στόλος; речной \флот τα ποταμόπλοια; воздушный \флот η αεροπορία; служить во (или на) \флоте υπηρετώ στο ναυτικό* * *мο στόλος, το ναυτικόвое́нно-морско́й флот — ο πολεμικός στόλος
торго́вый флот — ο εμπορικός στόλος
речно́й флот — τα ποταμόπλοια
возду́шный флот — η αεροπορία
служи́ть во ( или на) флоте — υπηρετώ στο ναυτικό
-
2 флот
флотм τό ναυτικό[ν], ὁ στόλος:военно-морской \флот ὁ πολεμικός στόλος, τό πολεμικό[ν] ναυτικό[ν]· морской \флот ὁ θαλάσσιος στόλος· речной \флот τά ποταμόπλοια· военно-возду́шный \флот ἡ πολεμική αεροπορία· гражданский воздушный \флот ἡ πολιτική ἀεροπορία· торговый \флот ὁ ἐμπορικός στόλος· каботажный \флот ὁ ἀκτοπλοϊκός στόλος· служить во \флоте ὑπηρετώ στό ναυτικό. -
3 флот
-а, πλθ. флоты α. ο στόλος, το ναυτικό•торговый флот εμπορικός στόλος, η ναυτιλία•
военный флот ο πολεμικός στόλος, το πολεμικό ναυτικό•
парусный флот τα ιστιοφόρα•
рыболовный флот ο αλιευτικός στόλος•
речной τα ποταμόπλοια•
каботажный флот τα ακτοπλοϊκά σκάφη, ο ακτοπλοϊκός στόλος.
εκφρ.воздушный флот – η αεροπορία. -
4 флот
ο στόλοςτο ναυτικό военно-морской - πολεμικός ναυτικός -воздушный - αεροπορικός -, η αεροπορίαморской - ο στόλος, το ναυτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флот
-
5 военно-морской
военно-морской: \военно-морской флот о πολεμικός στόλος* * *вое́нно-морско́й флот — ο πολεμικός στόλος
-
6 авиация
1. (теория и практика полетов, служба, вид транспорта) η αεροπορίαразведывательная - αναγνώρισης/κατασκοπείαςтранспортная - μεταφορών/μεταγωγών2. (совокупность самолётов, вертолётов) о αεροπορικός/εναέριος στόλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиация
-
7 парк
1. (большой сад) το άλσος, ο κήπος, το πάρκο 2. (машинный) το σύνολο των μηχανημάτων/μεταφορικών μέσων, ο στόλος 3. (место стоянки и ремонта) το αμαξοστάσιοтрамвайный - του τραμ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парк
-
8 армада
армадаж ὁ στόλος, ἡ ἀρμάδα. -
9 военно-морской
военно-морскойпоил. τοῦ πολεμικού ναυτικού:\военно-морской флот ὁ πολεμικός στόλος, τό πολεμικό ναυτικό. -
10 военный
военн||ый1. прил στρατιωτικός, πολεμικός:\военныйые силы αί στρατιωτικές δυνάμεις· \военныйая промышленность ἡ πολεμική βιομηχανία· \военныйая авиация ἡ πολεμική ἀεροπορία· \военный флот ὁ πολεμικός στόλος· \военныйая база ἡ στρατιωτική βάση· \военныйые действия οἱ πολεμικές (или στρατιωτικές) ἐπιχειρήσεις· \военный суд τό στρατοδικείο· Военная Академия ἡ 'Ακαδημία πολέμου, Στρατιωτική 'Ακαδημία· \военныйая служба ἡ στρατιωτική θητεία· \военный билет ἡ στρατιωτική ταυτότητα, τό δελτίο ταυτότητος· \военныйое училище ἡ στρατιωτική σχολή, ἡ σχολή τῶν εὐελπίδων \военный комиссариат см. военкомат· \военный корреспондент ὁ στρατιωτικός ἀνταποκριτής·2. ж ὁ στρατιωτικός. -
11 морской
морск||ойприл θαλάσσιος, θαλασσινός/ ναυτιλιακός, ναυτικός (связанный с мореплаванием):\морской климат τό θαλάσσιο κλίμα· \морскойая вода́ τό θαλασσινό νερό· \морскойи́е ванны τά θαλασσινά λουτρά· \морскойое дно ὁ βυθός τῆς θάλασσας· \морской бриз ὁ μπάτης· \морской путь ὁ θαλάσσιος δρόμος· \морскойо́е путешествие ἡ θαλασσοπορία· \морской берег ἡ παραλία, ἡ ἀκτή, ἡ ἀκρογιαλιἄ \морской порт τό λιμάνι· \морской флот ὁ στόλος, τό ναυτικό· \морской бой ἡ ναυμαχία· \морскойая пехота οἱ πεζοναύτες· \морской офицер ὁ ἀξιωματικός τοῦ ναυτικοῦ· \морскойое училище ἡ ναυτική σχολή, ἡ σχολή τῶν δοκίμων \морскойо́е министерство τό ὑπουργεῖον τῶν ναυτικών \морскойа́я игла зоол. ἡ κατουρλίδα, ἡ σακορ-ράφα· \морскойая свинка зоол. ὁ χοιρόγρυλλος, τό ἰνδικόν χοιρίδιον \морской еж зоол. ὁ ἐχϊ-νος, ὁ ἀχινός· \морскойа́я звезда́ зоол. ὁ ἀστερίας, ὁ σταυρός τής θάλασσας· \морской бинокль ἡ ναυτική διόπτρα· ◊ \морскойая болезнь ἡ ναυτία· \морской волк разг ὁ θαλασσόλυκος. -
12 торговый
торгов||ыйприл ἐμπορικός:\торговый договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· \торговыйые книги τα ἐμπορικά κατάστιχα· \торговый агент ὁ ἐμπορικός ἀντιπρόσωπος· \торговыйая сеть τό ἐμπορικό δίκτυο· \торговыйое судно τό ἐμπορικό πλοίο· \торговый флот ὁ ἐμπορικός στόλος· ◊ \торговый дом ὁ ἐμπορικός οίκος· \торговыйая палата τό ἐμπορικό ἐπιμελητήριο. -
13 чериоморский
чериоморск||ийприл τής Μαύρης θάλασσας:\чериоморскийое побережье ἡ ἀκτή τής Μαύρης θάλασσας (или τοῦ Ευξείνου Πόντου)· \чериоморский флот ὁ στόλος τής Μαύρης θάλασσας. -
14 флот
[φλότ] ουσ α ναυτικό, στόλος -
15 армада
-ы θ.αρμάδα, μεγάλος στόλος. -
16 галерный
επ.της γαλέρας•галерный флот στόλος γαλέρων.
-
17 морской
επ.1. θαλάσσιος, θαλασσινός•-ая вода θαλασσινό νερό•
морской климат θαλάσσιο κλίμα•
-ое путешествие θαλασσινό ταξίδι•
морской бой η ναυμαχία•
-йе животные θαλάσσια ζώα•
-ая рыба θαλασσινό ψάρι•
-ое дно ο βυθός της θάλασσας•
-ое купанье θαλάσσιο λουτρό•
порт θαλασσινό λιμάνι.
2. ναυτικός, θαλασσινός•морской флот ναυτικός στόλος•
-ая пехота οι πεζοναύτες•
морской офицер αξιωματικός ναυτικού•
-ая милия ναυτικό μίλίο•
-ая карта ο ναυτικός χάρτης•
-ое сражение ναυμαχία•
разбойник πειρατής, κουρσάρος•
-ое право ναυτικό δίκαιο•
-ая держава ναυτική δύναμη (κράτος)•
-ое училище ναυτική σχολή.
εκφρ.- ая болезнь – ναυτία, -ση•- ая игла – η βελόνα, σακκοράφα, σύγγναθος (ψάρι)•- ая собака – το σκυλόψαρο•морской волк – θαλασσόλυκος (ναυτικός έμπειρος και ατρόμητος)•- ая корова – αλικόρη, θαλασσινή αγελάδα, δουγκόνγκ•- ая змея – θαλασσινό φίδι•морской слон – θαλασσινός ελέφαντας•морской язык – γλώσσα η κοινή (ψάρι)•морской лев – διάφορα είδη φωκιών•на дне -ом найти (сыскать); со дна -го достать – να βρεθεί όπου και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας. -
18 неприятельский
επ.εχθρικός•неприятельский флот εχθρικός στόλος.
-
19 соединённый
επ. από μτχ.ενωμένος, ενιαίος• κοινός•-ые силы ενωμένες δυνάμεις•
-ыми усилиями με κοινές προσπάθειες•
соединённый флот трёх держав ο ενωμένος στόλος τριών Δυνάμεων.-ые штаты америки Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
-
20 танкерный
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στόλος — equipment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek
στόλος — ο 1. σύνολο πολεμικών πλοίων: Απέπλευσε ο στόλος. 2. «εμπορικός στόλος», το σύνολο των εμπορικών πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στόλοι — στόλος equipment masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλοιν — στόλος equipment masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλοις — στόλος equipment masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλον — στόλος equipment masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλου — στόλος equipment masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλους — στόλος equipment masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλων — στόλος equipment masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλῳ — στόλος equipment masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)