Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δύσκολος

См. также в других словарях:

  • δύσκολος — hard to satisfy with food masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσκολος — η, ο (AM δύσκολος, ον) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια 2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος τού Μενάνδρου) 3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • δύσκολος — η, ο επίρρ. α 1. δύστροπος, ανάποδος, στρυφνός: Είναι δύσκολο παιδί. 2. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, εμπόδια: Μας περιμένουν δύσκολες μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάσα ἀρχὴ δύσκολος. — См. Лиха беда начало! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δυσκολώτερον — δύσκολος hard to satisfy with food masc acc comp sg δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc comp sg δύσκολος hard to satisfy with food adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολωτάτων — δύσκολος hard to satisfy with food fem gen superl pl δύσκολος hard to satisfy with food masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολωτέρων — δύσκολος hard to satisfy with food fem gen comp pl δύσκολος hard to satisfy with food masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολώτατα — δύσκολος hard to satisfy with food adverbial superl δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολώτατον — δύσκολος hard to satisfy with food masc acc superl sg δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκόλω — δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem/neut nom/voc/acc dual δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκόλως — δύσκολος hard to satisfy with food adverbial δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»