-
1 степень
степеи||ьж1. ὁ βαθμός:\степень родства ὁ βαθμός συγγενείας· \степень сжатия тех. ὁ βαθμός τής πιέσεως· до известной (или до некоторой) \степеньи ὡς ἕνα βαθμό· до последней \степеньи ὡς τόν τελευταίο βαθμό· в должной \степеньи ὅσο χρειάζεται, στον βαθμό πού πρέπει· в значительной \степеньи σέ μεγάλο βαθμό· до какой \степеньи? ὡς ποιο σημείο;· ни в какой \степеньи καθόλου, κάθε ἄλλο·2. мат ἡ δύναμις (άριθμοῦ):возводить число́ в третью \степень ὑψώνω ἀριθμό στον κύβο·3. (ученая) ὁ τίτλος, ὁ βαθμός:\степень кандидата нау́к ὁ τίτλος δόκιμου διδάκτορος· \степень доктора нау́к ὁ τίτλος διδάκτορος· присуждать ученую \степень ἀπονέμω ἐπιστημονικό τίτλο·4. грам.:\степеньи сравнения οἱ συγκριτικοί (или οἱ παραθετικοί) βαθμοί· положительная (сравнительная, превосходная) \степень θετικός βαθμός (συγκριτικός, ὑπερθετικός).
См. также в других словарях:
Δύναμις — (dynamis) (греч.) возможность (ср. ). Также сила, способность, свойство. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
δύναμις — power fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμις — δυνάμῑς , δύναμις power fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δυνάμει — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (attic epic) δυνάμεϊ , δύναμις power fem dat sg (epic) δύναμις power fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμεις — δύναμις power fem nom/voc pl (attic epic) δύναμις power fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμίων — δύναμις power fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμεε — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμεσι — δύναμις power fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμεσιν — δύναμις power fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμη — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)