-
1 δόξα
[докса] ουσ. Θ. слава,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δόξα
-
2 слава
-не.1. δόξα•желать -ы διψώ για δόξα•
приобрести -у αποκτώ δόξα•
честь ему и слава τιμή και δόξα σ αυτόν.
2. φήμη, εύκλεια•добрая слава καλή φήμη.
|| (απλ.) άσχημη φήμη ή γνώμη.3. διαδόσεις, φήμες.4. τραγούδι εγκωμιαστικό.εκφρ.во -у – για (σε) δόξα•на -у – πολύ καλά, υπέροχα, θαυμάσια,εξαιρετικά•петь -у кому-чему – βλ. воспевать• только (одна), что... το όνομα (φήμη) μόνο έμεινε (στην πραγματικότητα τίποτε το καλό). -
3 Бог
-а, κλητ. παλ. Боже, α.Θεός.εκφρ.Боже мой! – θεέ μου!•Бог знает ή весть кто, что, какой, куда – κ.τ.τ. ο Θεός ξέρει ποιος, τι, τι λογής, πού•не дай Бог ή не дай Боже – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός, Θεός φυλάξε•дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•избави Бог ή Боже! – απάλλαξε Θεέ μου!•сохрани Бог ή Боже – Θεός (να) φυλάξει•побойся, -йтесь Бога – φοβήσου, φοβηθείτε το Θεό (λυπήσου)•ради Бога – για το Θεό, για χάρη του Θεού, για τ’ όνομα του Θεού•с Богом – με το Θεό, με τη βοήθεια του Θεού, με το καλό•слава Богу – δόξα το Θεό (τω Θεώ), δόξα σοι ο Θεός, δόξα νάχει ο Θεός•ей Богу – μα το Θεό•как Бог на душу положит – όπως πει ο Θεός•одному Богу известно – μόνο ένας Θεός ξέρει. -
4 слава
-
5 бог
богм ὁ θεός; ◊ \бог знает ποιός ξέρει; не дай \бог θεός φυλάξει, νά μή δώσει ὁ θεός1 ради \бога γιά τό θεό, γιά τ' ὀνομα τοῦ θεοῦ; слава \богу δόξα σοι ὁ θεός; ей\богу! μά τό θεοί; \бог с ним ἄστον, ἄς πάει στό καλό. -
6 былой
был||ойприл παρελθών, παλη-ός, περασμένος:в \былойые времена́ στά παληά χρόνια, τό πάλαι; \былойая слава τά περασμένα μεγαλεία, ἡ παληά δόξα. -
7 гнаться
гнать||ся1. (преследовать) (κατα)διώκω, κυνηγῶ:\гнатьсяся по пята́м παίρνω καταπόδι κάποιον2. (добиваться чего-л.) κυνηγώ:\гнатьсяся за сла́вой κυνηγώ τή δόξα. -
8 гоняться
гонять||ся1. (преследовать) καταδιώκω, κυνηγώ:*-ся Друг за дру́-гом κυνηγώ ὁ ἕνας τόν ἀλλον2. (стремиться к чему-л.) разг ἐπιδιώκω, ἐπιζητώ, κυνηγώ:*-ся ва почестями ἐπιζητώ τιμές· \гонятьсяся за славой κυνηγώ τή δόξα. -
9 гордость
го́рд||остьж1. ἡ ὑπερηφάνεια·2. (слава) τό καύχημα, ἡ δόξα:краса и \гордость τό καμάρι. -
10 затмевать
затмеватьнесов1. (закрывать) σκεπάζω, ἐπισκιάζω, ἐπισκοτίζω·2. (превосходить кого-л., что-л.) ἐπισκιάζω:\затмевать чью-л. славу ἐπισκιάζω τή δόξα κάποιου· \затмевать кого́-л. своей красотой ἐπισκιάζω μέ τήν ὁμορφιά μου. -
11 известность
извест||ностьж ἡ διασημότητα, ἡ φήμη, ἡ δόξα; пользующийся мировой \известностьностъю πού ἔχει παγκόσμια φήμη, πού εἶναι παγκόσμια γνωστός· поставить кого́-л. в \известностьность γνωστοποιώ σέ κάποιον, ἐ!δοποιῶ, πληροφορώ, κάνω γνωστό. -
12 мировой
миров||о́й Iприл (всемирный) παγκόσμιος:\мировойа́я война ὁ παγκόσμιος πόλεμος· \мировой рынок ἡ παγκόσμια ἀγορά· \мировойое господство ἡ παγκόσμια κυριαρχία· \мировойац слава ἡ παγκόσμια δόξα, ἡ παγκόσμια; φήμη· \мировой рекорд τό παγκόσμιο ρεκόρ· в \мировойо́м масштабе разг σέ παγκόσμια κλίμακα ',мировой IIприл уст.:\мировой судья 6л είρηνοδίκης· \мировой суд τό είρηνοδικείο[ν]." -
13 немеркнущий
немеркнущ||ийприл ἀσβηστος / перен ἀθάνατος (бессмертный)/ ἀειθαλής (неувядаемый):\немеркнущий свет τό ἄσβηστο φως· \немеркнущийая слава ἡ ἀθάνατη δόξα -
14 неувядаемый
неувядаемый, неувядающийприл ἀμάραντος, ἄφθαρτος, αίώνιος: -
15 неувядающий
неувядаемый, неувядающийприл ἀμάραντος, ἄφθαρτος, αίώνιος: -
16 радуга
радугаж τό οὐράνιο τόξο, ἡ δόξα, ἡ Ιρις. -
17 слава
славаж1. ἡ δόξα·2. (репутация) ἡ φήμη, ἡ ὑπόληψη [-ις]:добрая \слава ἡ καλή φήμη· ◊ на \славау разг θαυμάσια -
18 стяжать
стяжа||тьсов и несов 1, κερδοσκοπώ·2. (приобретать, добиваться) ἀπο-κτῶ:\стяжатьть славу ἀποκτώ δόξα. -
19 увенчать
увенчатьсов στέφω, στεφανώνω, ἐπιστέφω:\увенчать лавровым венком στεφανώνω μέ δάφνες· \увенчать славой στέφω μέ δόξα \увенчаться:\увенчаться успехом στέφομαι ὑπό ἐπιτυχίας. -
20 слава
[σλάβα] ουσ. θ. δόξα
См. также в других словарях:
δόξα — δόξᾱ , δόξα expectation fem nom/voc/acc dual δόξᾱ , δόξα expectation fem nom/voc sg (doric aeolic) δοκέω expect aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δόξα — (doxa) (греч.) мнение; видимость; недостоверное суждение. см. Мнение и знание. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов … Философская энциклопедия
δόξᾳ — δόξαι , δόξα expectation fem nom/voc pl δόξᾱͅ , δόξα expectation fem dat sg (doric aeolic) δόξαι , δοκέω expect aor imperat mid 2nd sg δόξαι , δοκέω expect aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξα — I Μυστική εφημερίδα της Κατοχής (1941 44). Αριθμεί 99 φύλλα, καθώς και ορισμένα που εκδόθηκαν μετά την απελευθέρωση. Ο ιδρυτής της Κωνσταντίνος Περρίκος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. II Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.,… … Dictionary of Greek
δόξα — η 1. τιμή, φήμη, καλή υπόληψη: Αυτός ο ηθοποιός στα νιάτα του γνώρισε μεγάλη δόξα. 2. το ουράνιο τόξο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'δοξα — ἔδοξα , δοκέω expect aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξας — δόξᾱς , δόξα expectation fem acc pl δόξᾱς , δόξα expectation fem gen sg (doric aeolic) δόξᾱς , δοκέω expect aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) δοκέω expect aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσας — δοξά̱σᾱς , δοξάζω think fut part act fem acc pl (doric) δοξά̱σᾱς , δοξάζω think fut part act fem gen sg (doric) δοξάσᾱς , δοξάζω think aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) δοξά̱σᾱς , δοκέω expect aor part act fem acc pl (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξαι — δόξα expectation fem nom/voc pl δόξᾱͅ , δόξα expectation fem dat sg (doric aeolic) δοκέω expect aor imperat mid 2nd sg δοκέω expect aor inf act δόξαῑ , δοκέω expect aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάμενον — δοξά̱μενον , δοξάζω think fut part mid masc acc sg (doric aeolic) δοξά̱μενον , δοξάζω think fut part mid neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δοκέω expect aor part mid masc acc sg δοκέω expect aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξαν — δόξᾱν , δόξα expectation fem acc sg (doric aeolic) δοκέω expect aor part act neut nom/voc/acc sg δοκέω expect aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)