-
1 δόλωμα
[долома] ουσ. о. приманка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δόλωμα
-
2 клевать
клеватьнесоз.1. (о птице) ραμφίζω, τσιμπῶ·2. (о рыбе) τσιμπώ (τό δόλωμα)· ◊ \клевать но́сом разг κουτουλάω ἀπό τή νύστα· у него денег ку́ры не клюют погов. κολυμπάει στό χρήμα (или στό. λεφτά). -
3 наживка
наж||и́вкаж τό δόλωμα, τό δέλεαρ. -
4 наживлять
наж||ивля́тьнесов δολώνω, βάζω δόλωμα, δελεάζω. -
5 прикорм
прикормм τό μικτό, ἡ συμπληρωματική τροφή (βρέφους) (для детей)/ τό δόλωμα (для рыб, птиц). -
6 приманка
приманкаж τό δέλεαρ, τό δόλωμα / перен τό θέλγητρο[ν]. -
7 провести
провестисов см. проводить I 1\провести7· ◊ его не проведешь! ἐδκολα δέν γελιέται, δέν τόν γελᾶς!· старого воробья на мяки́не не проведешь чосл. εἶναι γερόλυκος καί δέν πιάνεται στό δόλωμα. -
8 блесна
-ы, πλθ. блесны, -сен, -снам θ.τεχνητό δόλωμα στο αγκίστρι. -
9 живец
-вца. α. δόλωμα από μικρό ζωντανό ψαράκι. -
10 мормышка
-и θ.τεχνητό δόλωμα για ψάρια. -
11 наживить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наживленный, βρ:.-лен, -лена, -леноρ.σ.μ.δολώνω, βάζω δόλωμα. -
12 наживка
-и θ.δόλωμα. -
13 насадка
-и θ.1. βάλσιμο, πέρασμα•насадка топора на топорище πέρασμα του στειλιαριού στο τσεκούρι•
насадка червяка на крючок πέρασμα του σκουληκιού στο αγκίστρι.
2. δόλωμα ψαριών.3. επίθεμα, επικάλυμμα. -
14 окармливать
-
15 окормка
-и θ.1. παρατάγισμα (μέχρι βλάβης).2. δηλητηρίαση με τροφή (δόλωμα). -
16 привада
-ы θ. (κυνηγ. κ. αλιευ,) δόλωμα. -
17 привадить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приваженный, βρ: -жен -а -оρ.σ.μ.1. (κυνηγ. κ. αλιευ.) δολώνω, βάζω δόλωμα, προσελκύω, τραβώ.2. (απλ.) συνηθίζω να μη φοβάται προσελκύω, τραβώ με το μέρος μου. -
18 приманка
-и θ.δόλωμα, δέλεαρ. || μτφ. μέσο θελκτικό, θέλγητρο. -
19 приманочный
επ. (κυνηγ.) για δόλωμα δελεαστικός. -
20 сажать
ρ.δ.μ.1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;προσγειώνω (αεροπλάνο).2. διορίζω σε θέση.4. βάζω, κλείνω•сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•
сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•
сажать под арест βάζω υπο κράτηση•
сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•
сажать в клетку βάζω στο κλουβί.
|| βάζω (υπό καθεστώς)•на диету βάζω σε δίαιτα.
5. φυτεύω•картофель φυτεύω πατάτα•
сажать табак φυτεύω καπνό.
6. βάζω•сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•
сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.
7. επιφέρω, προξενώ•сажать пятна βάζω λεκέδες•
сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.
|| ράβω•сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.
8. επιθέτω, εξαρτώ•сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.
|| μπήγω• καρφώνω.9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).εκφρ.сажать на яйца – βάζω κλώσσα•сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δόλωμα — το (AM δόλωμα) κάθε μέσο ή τέχνασμα που έχει σκοπό την εξαπάτηση («δεν έπιασε το δόλωμα») νεοελλ. 1. ο δελεασμός 2. νοθεία 3. (ειδ.) κομμάτι τροφής που στερεώνεται σε παγίδα ή αγκίστρι για να τραβήξει την προσοχή τού θύματος, δέλεαρ αρχ.… … Dictionary of Greek
δόλωμα — το 1. μικρό κομμάτι τροφής που το βάζουν σε αγκίστρι ή σε παγίδα, για να πιάσουν ψάρια, ζώα, πουλιά. 2. μτφ., μέσο απάτης: Κάποιοι απατεώνες χρησιμοποιούν ωραίες γυναίκες για δόλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δολώματα — δόλωμα trick neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολώματι — δόλωμα trick neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
δέλεαρ — (δελέατος), το (AM δέλεαρ) 1. το δόλωμα 2. το μέσο με το οποίο παρασύρεται κάποιος (α. «το δέλεαρ τής εύκολης επιτυχίας» β. «ἡδονήν, μέγιστον κακοῡ δέλεαρ» την ηδονή, το πιο αποτελεσματικό μέσο για το κακό). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δέλεFαρ (πρβλ. άλεFαρ,… … Dictionary of Greek
δέλετρο — το (Α δέλετρον) νεοελλ. στρ. φορητό φανάρι με καλυμμένες αδιαφανώς τις τρεις πλευρές του αρχ. 1. δόλωμα 2. φανάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλετρον με τη σημ. «δόλωμα» < (θ.) δελεF τού δέλεαρ* + (επίθημα) τρον, που δηλώνει όργανο. Η σημ. «φανάρι» που… … Dictionary of Greek
ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… … Dictionary of Greek
δολώνω — δόλωσα, δολώθηκα, δολωμένος 1. βάζω δόλωμα σε αγκίστρι ή παγίδα: Βάλε δόλωμα στην πετονιά. 2. νοθεύω ποτά: Τα ποτά αυτής της κάβας είναι δολωμένα. 3. μτφ., εξαπατώ χρησιμοποιώντας δόλο: Πρόσεξε μη σε δολώσουν κατά τη συναλλαγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia