Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δωροδοκώ

См. также в других словарях:

  • δωροδοκώ — δωροδοκώ, δωροδόκησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δωροδοκώ — και άω (AM δωροδοκῶ, έω) δίνω δώρα σε κάποιον για να παραβεί το καθήκον του, να μεροληπτήσει προς όφελός μου αρχ. δέχομαι δώρα για να παραβώ το καθήκον μου …   Dictionary of Greek

  • δωροδοκώ — δωροδόκησα, δωροδοκήθηκα, δωροδοκημένος, δίνω δώρα σε κάποιον, για να παραβεί το καθήκον του, διαφθείρω με δώρα, εξαγοράζω: Δωροδόκησε το βουλευτή για να τον διορίσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δωροδοκῶ — δωροδοκέω accept as a present pres subj act 1st sg (attic epic doric) δωροδοκέω accept as a present pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδόκῳ — δωροδόκος taking presents masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεκάζω — Α (ιδίως) δωροδοκώ όλους μαζί τους δικαστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δεκάζω «δωροδοκώ, διαφθείρω»] …   Dictionary of Greek

  • αδωροδόκητος — η, ο (Α ἀδωροδόκητος, ον) [δωροδοκῶ] αυτός που δεν δωροδοκήθηκε ή δεν μπορεί να δωροδοκηθεί, αδέκαστος, αδιάφθορος …   Dictionary of Greek

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • αναπείθω — (Α ἀναπείθω) μεταβάλλω τη γνώμη κάποιου, τόν μεταπείθω αρχ. 1. πείθω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 2. παρασύρω, δελεάζω, δωροδοκώ …   Dictionary of Greek

  • δεκάζω — (AM δεκάζω) διαφθείρω με δώρα ή χρήματα (κυρίως δικαστές ή μάρτυρες για να κρίνουν και να μαρτυρήσουν παρά την αλήθεια και σύμφωνα με τα συμφέροντά μου) αρχ. υπόκειμαι σε δελεασμούς, παρασύρομαι από κάποια αδυναμία ή πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»