-
1 δωροδοκώ
[дородоко] р. подкупать, давать взятку. е е, б [э] пятая буква греческого алфавита.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δωροδοκώ
-
2 подкупать
-
3 подмазать
-мажу, -мажешь ρ.σ.μ.1. (λίγο• πρόσθετα) βλ. мазать. || βάφω (χείλη, πρόσωπο).2. μτφ. δωροδοκώ, -λαδώνω.εκφρ.подмазать колеса – λαδώνω, δωροδοκώ.1. βάφομαι, φτιασιδώνομαι.2. μτφ. καλοπιάνω, κολακεύω. -
4 взятка
η δωροδοκία, разг. το λάδωμαбрать - у δωροδοκούμαι, λαδώνομαι, разг. τα «παίρνω/πιάνω»давать - у δωροδοκώ, λαδώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взятка
-
5 взятка
взятк||аж1. (подкуп) ἡ δωροδοκία, τό δωροδόκημα. τό ρουσφέτι, ἡ δωροληψία:брать \взяткау δωροδοκοδμαι· давать \взяткау δωροδοκῶ κάποιον2. (в картах) ἡ χαρτωσιἄ ◊ с него \взяткаи гладки разг ἀπ' αὐτόν μήν περιμένεις τίποτε. -
6 подкупать
подкупатьнесов, подкупить сов1. (деньгами) ἐξαγοράζω, δωροδοκῶ·2. (очаровывать) θέλγω, γοητεύω, μαγεύω: -
7 подмазать
подмазатьсов, подмазывать несов1. (смазывать) ἀλείφω / λιπαίνω, λαδώνω (маслом)·2. (давать взятку) разг:\подмазать кого-л. λαδώνω, δωροδοκῶ κάποιον. -
8 задарить
-дарю, -даришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задаренный, βρ: -рен, -а, -о.1. γεμίζω με δώρα.2. ξαγοράζω, δωροδοκώ. -
9 замаслить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замасленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. λιγδώνω, λερώνω, λαδώνω, ρυπαίνω•замаслить одежду λερώνω τη φορεσιά.
2. (τεχ.) λαδώνω.3. μτφ. δωροδοκώ, λαδώνω.1. λιγδώνομαι, λαδώνομαι, λερώνομαι..2. γυαλίζω, λάμπω (από χαρά, ικανοποίηση κ.τ.τ.). -
10 подкупить
ρ.σ.μ.1. εξαγοράζω•подкупить свидетелей εξαγοράζω μάρτυρες•
подкупить их совесть εξαγοράζω τη συνείδηση τους•
подкупить деньгами εξαγοράζω με χρήματα•
подкупить подарками εξαγοράζω με δώρα, δωροδοκώ.
|| μτφ. αιχμαλωτίζω, θέλγω, γοητεύω, μαγεύω•подкупить своею добротой μαγεύω με την καλοσύνη•
его мягкий голос -ил всех η ήπια φωνή του γοήτευσε όλους.
2. αγοράζω ακόμα λίγο, συμπληρωματικά•подкупить сахару αγοράζω ακόμα λίγο ζάχαρη.
-
11 подмаслить
ρ.σ.μ.1. λαδώνω λίγο ή πρόσθετα.2. μτφ. καλοπιάνω, κολακεύω. || δωροδοκώ. -
12 прикормить
ρ.σ.μ.1. βλ. ксрмить.2. μτφ. λαδώνω, δωροδοκώ. -
13 сунуть
-ну, -нешьρ.σ.1. βλ. совать.2. δωροδοκώ, πασσάρω, λαδώνω.1. βλ. соваться.2. χώνομαι, κρύβομαι. || (απλ.) πέφτω προς τα μπρος (από απότομη κίνηση).
См. также в других словарях:
δωροδοκώ — δωροδοκώ, δωροδόκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δωροδοκώ — και άω (AM δωροδοκῶ, έω) δίνω δώρα σε κάποιον για να παραβεί το καθήκον του, να μεροληπτήσει προς όφελός μου αρχ. δέχομαι δώρα για να παραβώ το καθήκον μου … Dictionary of Greek
δωροδοκώ — δωροδόκησα, δωροδοκήθηκα, δωροδοκημένος, δίνω δώρα σε κάποιον, για να παραβεί το καθήκον του, διαφθείρω με δώρα, εξαγοράζω: Δωροδόκησε το βουλευτή για να τον διορίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δωροδοκῶ — δωροδοκέω accept as a present pres subj act 1st sg (attic epic doric) δωροδοκέω accept as a present pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδόκῳ — δωροδόκος taking presents masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδεκάζω — Α (ιδίως) δωροδοκώ όλους μαζί τους δικαστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δεκάζω «δωροδοκώ, διαφθείρω»] … Dictionary of Greek
αδωροδόκητος — η, ο (Α ἀδωροδόκητος, ον) [δωροδοκῶ] αυτός που δεν δωροδοκήθηκε ή δεν μπορεί να δωροδοκηθεί, αδέκαστος, αδιάφθορος … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
αναπείθω — (Α ἀναπείθω) μεταβάλλω τη γνώμη κάποιου, τόν μεταπείθω αρχ. 1. πείθω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 2. παρασύρω, δελεάζω, δωροδοκώ … Dictionary of Greek
δεκάζω — (AM δεκάζω) διαφθείρω με δώρα ή χρήματα (κυρίως δικαστές ή μάρτυρες για να κρίνουν και να μαρτυρήσουν παρά την αλήθεια και σύμφωνα με τα συμφέροντά μου) αρχ. υπόκειμαι σε δελεασμούς, παρασύρομαι από κάποια αδυναμία ή πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek
διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… … Dictionary of Greek