Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

δυή-παθος

  • 1 Unhappiness

    subs.
    Misfortune: P. and V. δυσπραξία, ἡ, πθος, τό, πθημα, τό, συμφορά, ἡ, κακόν, τό, V. πθη, ἡ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ; see Misfortune.
    Troubles: P. and V. κακ, τά; see Troubles (Trouble).
    Misery: P. ταλαιπωρία, ἡ, κακοπάθεια, ἡ, ἀθλιότης, ἡ, κακοπραγία, ἡ, P. and V. αἰκα, ἡ.
    Dejection: P. and V. θυμία, ἡ, δυσθυμία, ἡ (Plat.).
    Grief: P. and V. λύπη, ἡ, να, ἡ, Ar. and V. ἄλγος, τό, χος, τό, V. δύη, ἡ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ, οἰζς, ἡ, πένθος, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unhappiness

См. также в других словарях:

  • κακόπαθος — η, ο (Α κακόπαθος, ον) δυστυχής, άθλιος, ταλαίπωρος («κακόπαθος βίος», Διον. Αλ.) νεοελλ. κουρασμένος από δυστυχίες και στερήσεις αρχ. 1. (για έργο) αυτός που γίνεται με κόπο, επίμοχθος («κακόπαθος κατασκευή», Φίλ.) 2. (για πρόσ.) ανθεκτικός στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»