-
1 δυστυχία
δυστυχιά η1) несчастье; беда, бедствие;κατά ( — или προς) δυστυχία — к (моему) несчастью;
τί δυστυχ! — какое несчастье!;
ώ δυστυχία μου! — о, горе мне!;
2) бедность, нужда;περιέρχομαι εις μεγάλην δυστυχίαν — терпеть большую нужду
-
2 δυστυχια
-
3 δυστυχία
-
4 δυστυχία
[дистихиа] ουσ θ несчастье, беда. -
5 Στη δυστυχία γνωρίζονται οι φίλοι
– Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται• Друзья познаются в бедеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στη δυστυχία γνωρίζονται οι φίλοι
-
6 δυστυχες
-
7 απερίγραπτος
η, ρ [ος, ον ], απερίγραφ(τ)||ος, η, р1) неописуемый, невыразимый;απερίγραπτοςη δυστυχία — невообразимая нищета;
2) не описанный (о событии и т. п.) -
8 σύντριμμα
σύντρίμμι τό1) обломок; осколок; 2) πλ. обломки; осколки; груда обломков; развалины;απ' το σείσμό όλα πέσανε σύντρίμμια — в результате землетрясения всё превратилось в груду развалин;
τα σύντρίμματα τού αρχαίου ναού — развалины древнего храма;
§
έγινε σύντρίμμι — он превратился в развалину;τον έκανε σύντρίμμι η δυστυχία — горе его сокрушило
-
9 Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται
– Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται• Друзья познаются в бедеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται
См. также в других словарях:
δυστυχία — δυστυχίᾱ , δυστυχία ill luck fem nom/voc/acc dual δυστυχίᾱ , δυστυχία ill luck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχία — και δυστυχιά, η (AM δυστυχία) 1. ατυχία, κακοτυχία («πολλὴν γ ἐμοῡ κατέγνωκας δυστυχίαν», Πλάτ.) 2. η κατάσταση τού δυστυχούς, συμφορά, η δυστυχία τών προσφύγων («εἰ δυστυχίας ἀνδρῶν ὀδυροίμην») νεοελλ. 1. δυστύχημα («τόν βρήκαν πολλές… … Dictionary of Greek
δυστυχίᾳ — δυστυχίαι , δυστυχία ill luck fem nom/voc pl δυστυχίᾱͅ , δυστυχία ill luck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχία — η 1. δυστύχημα: Είχε τη δυστυχία να μείνει παράλυτος. 2. μιζέρια, φτώχεια: Έζησε μια ολόκληρη ζωή μέσα στη δυστυχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐν εὐτυχίᾳ φίλον εὑρεῖν εὐπορώτατον, ἐν δὲ δυστυχίᾳ πάντων ἀπορώτατον. — См. Кому счастье дружит, тому и люди … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δυστυχίας — δυστυχίᾱς , δυστυχία ill luck fem acc pl δυστυχίᾱς , δυστυχία ill luck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαι — δυστυχία ill luck fem nom/voc pl δυστυχίᾱͅ , δυστυχία ill luck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαν — δυστυχίᾱν , δυστυχία ill luck fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχιῶν — δυστυχία ill luck fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαιν — δυστυχία ill luck fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαις — δυστυχία ill luck fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)