-
1 δυσκολεύω
[дисколево] εκ. затрудняюсьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυσκολεύω
-
2 затруднять
δυσκολεύω, δυσχεραίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затруднять
-
3 утруднить
δυσκολεύω, δυσχεραίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утруднить
-
4 затруднить
затруднить, затруднять δυσκολεύω εμποδίζω (мешать) вас не затруднит...? δεν θα σας είναι δύσκολο...;* * *= затруднятьδυσκολεύω; εμποδίζω ( мешать)вас не затрудни́т...? — δεν θα σας είναι δύσκολο…
-
5 затруднить
затруднитьсов, затруднять несов1. (кого-л.) ἐνοχλώ, προκαλώ ἐνόχληση:вас это не затруднит? δέν θά σᾶς εἶναι δύσκολο;·2. (что-л.) δυσκολεύω, δυσχεραίνω:\затруднить доступ куда-л. δυσκολεύω τήν είσοδο. -
6 стеснять
стеснятьнесов в разн. знач. στενοχωρώ, δυσκολεύω, ἐμποδίζω, περιορίζω:\стеснять чью-л. свободу περιορίζω τήν ἐλευθερία κάποιου· \стеснять движения δυσκολεύω τίς κινήσεις· \стеснять материально στενοχωρώ οίκονομικά· вы нас не бу́дете \стеснять δέν θά μας δώσετε βάρος. -
7 осложнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осложнённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.περιπλέκω, μπερδεύω, μπλέκω συγχέω δυσκολεύω•осложнить положение περι,πλέκω την κατάσταση•
осложнить жизнь δυσκολεύω τη ζωή.
περιπλέκομαι•дело -лось η υπόθεση περιπλέχτηκε.
|| (για ασθένεια) χειροτερεύω, παθαίνω περιπλοκή (επιπλοκή). -
8 усложнять
περιπλέκω, καθιστώ, δυσκολεύω, δυσχεραίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усложнять
-
9 затруднение
затруднениес ἡ δυσκολία, ἡ δυσχέρεια:денежные \затруднениеия οἱ οίκονομικές δυσχέρειες· быть в \затруднениеии βρίσκομαι σέ δύσκολη θέση, βρίσκομαι σέ δυσχέρεια· выходить из \затруднениеия βγαίνω ἀπ' τή δύσκολη θέση· создавать \затруднениеия δυσκολεύω, προκαλώ δυσκολίες. -
10 неудобство
неудобствос1. ἡ δυσχέρεια, ἡ ἀβολία, ἡ δυσκολία, ἡ στενοχώρια, ἡ ἔλλειψις ἀνεσης· причинять \неудобство ἐνοχλω, δυσκολεύω·2. перен ἡ δυσάρεστη θέση, ἡ ἀμηχανία, ἡ ἀνησυχία. -
11 беспокоить
-ою, -оишь, ρ.δ.μ.1. ανησυχώ, εμποδίζω, δυσκολεύω, στενοχωρώ•шум -и т больного ο θόρυβος ανησυχεί τον άρρωστο.
|| ενοχλώ•по целым дням его -ят посетители ολόκληρες μέρες τον ενοχλούν οι επισκέπτες.
|| ερεθίζω, προξενώ πόνο•бритва вас не -ит? το ξυράφι κόβει καλά;
2. ταράζω, φοβίζω•его отсутствие -и т вас η απουσία του σας κάνει να φοβάστε.
1. ανησυχώ, στενοχωρούμαι, ταράσσομαι•мать -ится о сыне η μάνα ανησυχεί για το παιδί.
2. σκοτίζομαι, ενοχλούμαι•не -тесь, пожалуйста, мне и так удобно μην ανησυχείτε για μένα σας παρακαλώ, εγω καλά βολεύτηκα.
-
12 затруднение
-я ουδ.δυσχέρεια, δυσκολία, δυσκόλεμα•денежные -я οικονομικές δυσκολίες•
затруднение в дыхании δυσκολία στην αναπνοή•
непреодолимые -я ανυπέρβλητες δυσκολίες•
нахожусь в -ии βρίσκομαι σε αμηχανία•
встречать затруднение συναντώ δυσκολία•
вывести из -я βγάζω από δύσκολη κατάσταση•
избавить из -ий βγάζω (απαλάσσω) από τις δυσκολίες•
создавать -я δημιουργώ εμπόδια, παρεμβάλλω δυσκολίες, δυσκολεύω, δυσχεραίνω.
-
13 затруднить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затрудненный, βρ: -нен, -нена, -нено.1. στενοχωρώ, ενοχλώ.2. δυσκολεύω, δυσχεραίνω, παρεμβάλλω εμπόδια. || φράσσω, εμποδίζω το πέρασμα.εκφρ.если вас не -ит – αν δε σας κάνει κόπο.δυσκολεύομαι, δυσχεραίνομαι. -
14 отяготить
-ощу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отягощенный, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ.επιβαρύνω. || μτφ. επιφορτίζω δυσκολεύω, δυσχεραίνω.παλ. βαριέμαι βαρύνομαι•жели вы не -йтесь, приходите к нам αν δε βαριέστε, ελάτε σε μας•
отяготить сомнением με τρώει η αμφιβολία.
-
15 препятствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ. εμποδίζω, παρεμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω, βάζω εμπόδια. || δυσκολεύω, δυσχεραίνω, παρεμβάλω εμπόδια. -
16 трудить
тружу, трудишь ρ.δ.μ. (παλ. κ. διαλκ.).1. δυσκολεύω, καταπονώ. || ενοχλώ, ανησυχώ.2. κουράζω•не труди глаза μη κουράζεις τα μάτια.
1. εργάζομαι, δουλεύω•неустанно трудить δουλεύω ακούραστα.
|| επεξεργάζομαι, δουλεύω, φτιάχνω•трудить над книгой συγγράφω βιβλίο.
|| εργάζομαι για, προς όφελος•трудить на фабриканта εργάζομαι για τον εργοστασιάρχη.
2. κοπιάζω, μοχθώ• προσπαθώ. -
17 утруднить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утруднённый, βρ: -нён, -нена, -неюρ.σ.μ.1. δυσκολεύω, δυσχεραίνω.2. εμποδίζω, κωλύω.δυσχεραίνομαι, γίνομαι πιο δύσκολος.
См. также в других словарях:
δυσκολεύω — δυσκολεύω, δυσκόλεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δυσκολεύω — και δυσκολεύγω Ι. 1. καθιστώ κάτι δύσκολο, δυσχεραίνω 2. γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω 3. φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι («αν τή ρεχτής και θέλης τη, ζιμιό να τσή μηνύσω, κι α δυσκολέψη, ζωντανή δε θε να τήν αφήσω», Ερωτόκρ.) 4. γίνομαι δύσκολος 5.… … Dictionary of Greek
δυσκολεύω — δυσκόλεψα, δυσκολεύτηκα, δυσκολεμένος 1. κάνω κάτι δύσκολο, εμποδίζω, δυσχεραίνω: Ο άστατος καιρός δυσκόλεψε την κατάσταση. 2. το μέσ., δυσκολεύομαι διστάζω: Δυσκολεύομαι να του μιλήσω. 3. δυσκολεύομαι αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσκολαίνω — (AM δυσκολαίνω) νεοελλ. 1. (μέσ. με εμπρόθ. προσδ.) δυσκολεύω, δυσκολεύομαι («δυσκολαίνομαι στη μελέτη μου», «όσο πάει και δυσκολαίνεται») 2. δυσκολεύω αρχ. 1. είμαι δύστροπος, δείχνω δυσαρέσκεια 2. προκαλώ δυσκολίες 3. (για επιχειρήματα) είμαι… … Dictionary of Greek
αδυσκόλευτος — η, ο [δυσκολεύω] 1. αυτός που δεν συναντά ή δεν συνάντησε δυσκολία 2. που γίνεται χωρίς δυσκολία, εύκολος 3. αυτός που δεν παρέχει δυσκολίες σε άλλους, καλόβολος … Dictionary of Greek
αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… … Dictionary of Greek
χαλέπτω — Α [χαλεπός] 1. προκαλώ δυσχέρειες, δυσκολεύω («θεῶν ὅστις σὲ χαλέπτει», Ομ. Οδ.) 2. παροργίζω, εξερεθίζω κάποιον 3. (αμτβ.) εξοργίζομαι, αγανακτώ … Dictionary of Greek
δυσχεραίνω — δυσχέρανα, δυσκολεύω: Οι κατολισθήσεις στο δρόμο δυσχέραναν την επικοινωνία των δύο γειτονικών χωριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπλέκω — περίπλεξα, περιπλέχτηκα, περιπλεγμένος, μπλέκω, μπερδεύω, δυσκολεύω, εμποδίζω: Η υπόθεση περιπλέχτηκε άσχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)