-
1 δυσκοιλιότητα
[дискилиотита] ουσ. Θ. запорΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυσκοιλιότητα
-
2 запор
I запор II м (кишечника ) η δυσκοιλιότητα II запор Ι м (дверной ) η κλειδαριά ο συρτής (задвижка) дверь на \запоре η μανταλωμένη πόρτα* * *I мII мдверь на запо́ре — η μανταλωμένη πόρτα
( кишечника) η δυσκοιλιότητα -
3 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
-
4 запор
I.тех. о μάνδαλος, η αμπάραдверной - της θύρας/πόρτας- контейнера дверной - ασφάλισης της θύρας/πόρτας εμπορευματοκιβωτίουII.мед. η δυσκοιλιότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запор
-
5 закреплять
закреплятьнесов1. (прикреплять) στερεώνω, συσφίγγω/ мор. δένω·2. (обеспечивать за кем-л., чем-л.) ἐξασφαλίζω·3. мед. (желудок) προκαλώ δυσκοιλιότητα, σταματώ τή διάρροια·4. фото, тех. φιξάρω, στερεώνω. -
6 запор
запор Iм ὁ μάνδαλος, ὁ σΰρτης / ἡ κλειδαριά (замок):дверь на \запоре ἡ πόρτα εἶναι μανταλωμένη, ἡ μανταλωμένη πόρτα.запор IIм мед. ἡ δυσκοιλιότητα [-ης], ἡ σφίξη [-ις]. -
7 крепнть
крепн||тьнесов1. тех. στερεώνω·2. мор.:\крепнть канат δένω τό καράβι· \крепнть паруса μαζεύω τά πανιά·3. перен παγιώνω, ἐδραιώνω, στερεώνω·4. безл мед.:\крепнтьт желудок ἔχω δυσκοιλιότητα. \крепнтьться -
8 запор
[ζαπόρ] ουσ. α. (ιατρ.) δυσκοιλιότητα -
9 запор
[ζαπόρ] ουσ α (ιατρ) δυσκοιλιότητα -
10 закрепить
-плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрепленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. στερεώνω, στεργιώνω, σταθεροποιώ•-и доску гвоздем κάρφωσε τη σανίδα.
|| δένω•-и веревку δέσε γερά την τριχιά.
|| σφίγγω, τεντώνω•-и нитку, чтобы не распускался шов σφίξε γερά την κλωστή, για να μην ανοίξει η ραφή (να μην ξηλώσει).
(φωτογρ.) στερεώνω, φιξάρω.2. (στρατ.) διατηρώ, κρατώ•закрепить завоеванные позиции κρατώ τις κατειλημμένες θέσεις.
3. εξασφαλίζω, σιγουράρω, παγιώνω, εδραιώνω. || επικυρώ, κατοχυρώνω.5. καθιστώ δυσκοίλιο, προκαλώ δυσκοιλιότητα, σταματώ ΐη διάρροια.στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.). -
11 крепить
-плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. креплённый, βρ: -лён, -лена, -леноρ.δ. μ.1. στερεώνω, στεργιώνω• συνδέω γερά• δένω στέρεα.2. (ναυτ.) μαζεύω τα πανιά.3. ενισχύω, δυναμώνω•крепить оборону своего отечества ενισχύω την άμυνα της πατρίδας μου.
|| παλ. ζωηρεύω, ζωντανεύω, δίνω ζωντάνια.4. προξενώ, προκαλώ δυσκοιλιότητα.συγκρατιέμαι. || κάνω κουράγιο στον εαυτό μου. || στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (2,3 σημ.).
См. также в других словарях:
δυσκοιλιότητα — η ανεπάρκεια ή σπανιότητα κενώσεως τών εντέρων … Dictionary of Greek
δυσκοιλιότητα — η δυσκολία στην κένωση των εντέρων (αντίθ. ευκοιλιότητα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσκοίλιος — α, ο (Α δυσκοίλιος, ον) 1. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα*, ο στυπτικός 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από δυσκοιλιότητα … Dictionary of Greek
στεγνός — ή, ό / στεγνός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ο μη υγρός, ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος (α. «ο δρόμος ήταν στεγνός» β. «σκούπισέ τα με στεγνό πανί» γ. «φέρε στεγνά ξύλα για το τζάκι») 2. μτφ. α) αδύνατος, ισχνός («στεγνός και σουρωμένος») β)… … Dictionary of Greek
μεγάκολο — Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε περίπτωση πολύ διατεταμένου παχέος εντέρου, η οποία συνήθως συνοδεύεται από βαριά, χρόνια δυσκοιλιότητα. Μπορεί να είναι συγγενές ή επίκτητο. Παρουσιάζεται ως απειλητική για τη ζωή επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας … Dictionary of Greek
δυσκοίλιος — α, ο 1. αυτός που υποφέρει από δυσκοιλιότητα (αντίθ. ευκοίλιος). 2. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα: Ορισμένα φαγητά είναι δυσκοίλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για … Dictionary of Greek
άκοπρος — η, ο (Α ἄκοπρος, ον) ο ακόπριστος* αρχ. 1. αυτός που δημιουργεί λίγα κόπρανα 2. όποιος πάσχει από δυσκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόπρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκοπρώδης] … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… … Dictionary of Greek
αδιάρροια — ἀδιάρροια, η (Α) [διάρροια] 1. επίσχεση, παύση τής διάρροιας 2. δυσκοιλιότητα … Dictionary of Greek