Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δυσκοιλιότητα

См. также в других словарях:

  • δυσκοιλιότητα — η ανεπάρκεια ή σπανιότητα κενώσεως τών εντέρων …   Dictionary of Greek

  • δυσκοιλιότητα — η δυσκολία στην κένωση των εντέρων (αντίθ. ευκοιλιότητα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσκοίλιος — α, ο (Α δυσκοίλιος, ον) 1. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα*, ο στυπτικός 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από δυσκοιλιότητα …   Dictionary of Greek

  • στεγνός — ή, ό / στεγνός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ο μη υγρός, ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος (α. «ο δρόμος ήταν στεγνός» β. «σκούπισέ τα με στεγνό πανί» γ. «φέρε στεγνά ξύλα για το τζάκι») 2. μτφ. α) αδύνατος, ισχνός («στεγνός και σουρωμένος») β)… …   Dictionary of Greek

  • μεγάκολο — Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε περίπτωση πολύ διατεταμένου παχέος εντέρου, η οποία συνήθως συνοδεύεται από βαριά, χρόνια δυσκοιλιότητα. Μπορεί να είναι συγγενές ή επίκτητο. Παρουσιάζεται ως απειλητική για τη ζωή επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας …   Dictionary of Greek

  • δυσκοίλιος — α, ο 1. αυτός που υποφέρει από δυσκοιλιότητα (αντίθ. ευκοίλιος). 2. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα: Ορισμένα φαγητά είναι δυσκοίλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για …   Dictionary of Greek

  • άκοπρος — η, ο (Α ἄκοπρος, ον) ο ακόπριστος* αρχ. 1. αυτός που δημιουργεί λίγα κόπρανα 2. όποιος πάσχει από δυσκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόπρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκοπρώδης] …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… …   Dictionary of Greek

  • αδιάρροια — ἀδιάρροια, η (Α) [διάρροια] 1. επίσχεση, παύση τής διάρροιας 2. δυσκοιλιότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»