-
1 δυνάμωμα
[динамома] ουσ. о. усиление, укрепление,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυνάμωμα
-
2 усиление
-я ουδ.δυνάμωμα, ενίσχυση, ισχυροποίηση, κραταίωση• ένταση•усиление ветра δυνάμωμα του άνεμου•
усиление обороны ενίσχυση της άμυνας.
|| χειροτέρευση• όξυνση•усиление болезни χειροτέρευση της ασθένειας•
усиление противоречий όξυνση των αντιθέσεων.
-
3 укрепление
тех. η ενίσχυση, η ενδυνάμωση, το δυνάμωμα, η στερέωση, η σταθεροποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > укрепление
-
4 усиление
1. (мех., физ.) η ενίσχυση, η ισχυροποίηση, το στερέωματο δυνάμωμα2. (сигнала) η ενίσχυση (του σήματος)вторично-электронное - (элн.) δευτερεύων-ηλεκτρονική -газовое (элн.) - των αερίωνпредварительное - προκαταβολική -, προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усиление
-
5 нарастание
нарастаниес1. ἡ αὔξηση [-ις]·2. (увеличение) ἡ αὔξηση [-ις], ἡ ἐπαύξηση / τό δυνάμωμα (звука и т. п.). -
6 подкрепленне
подкрепл||еннес1. (едой, питьем и т. п.) ἡ τόνωση [-ις], τό δυνάμωμα·2. (подтверждение) ἡ ἐπιβεβαίωση [-ις], ἡ ἐνίσχυση [-ις]·3. воен. ἡ ἐνίσχυση [-ις], ἡ ἐπικουρία. -
7 укрепление
укреплен||иес1. (действие) ἡ στερέ-ωση [-ις], ἡ παγίωση [-ις], τό δυνάμωμα·2. \укреплениеия мн. воен. τά ὀχυρἀ, ἡ ὀχύρωση [-ις]:береговые \укреплениеия τά ἐπάκτια ὁχυρά· долговременные \укреплениеия τα μόνιμα ὁχυρά· возводить \укреплениеия κατασκευάζω ὁχυρά. -
8 усиление
усилениес τό δυνάμωμα, ἡ ἐνταση, ἡ ἐνίσχυση [-ις]/ ἡ χειροτέρευση [-ις] (болезни)/ἡ δξυνση (противоречий):\усиление эпидемии ἡ διάδοση τής ἐπιδημίας. -
9 усиление
[ουσιλιένιιε] ουσ. ο. δυνάμωμα -
10 усиление
[ουσιλιένιιε] ουσ ο δυνάμωμα -
11 выгул
-а α.γέρεμα, δυνάμωμα (για οικόσιτα ζώα). || μαντρί, μάντρα, ποιμνιοστάσιο (ακάλυπτο). -
12 оживление
-я ουδ.1. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα•оживление организма αναζωογόνηση του οργανισμού.
2. ζωήρεψη, ζωηράδα• δυνάμωμα, τόνωση.3. ευθυμία, φαιδρότητα, ιλαρότητα.4. ζωηρή κίνηση•необычайное оживление на-улице ασυνήθιστη ζωηρή κίνηση στο δρόμο.
-
13 поддача
-и θ.1. ανάρριψη, δόσιμο, πέταγμα. || ανατίναξη• πέταγμα προς τα πάνω.2. αύί,ηση, δυνάμωμα.3. δόσιμο σκόπιμα (στο παιγνίδι).4. πάσα, πασάρισμα. -
14 подкрепление
-я ουδ.1. υποστήριξη, -μα.2. δυνάμωμα, ενίσχυση. || τόνωση. || το δυναμωτικό.3. (στρατ.) ενίσχυση•отправить -я на фронт στέλλω ενισχύσεις στο μέτωπο.
-
15 подправка
-и θ.1. διόρθωση, τακτοποίηση.2. γέρεμα, δυνάμωμα. -
16 поправка
-и θ.1. διόρθωση, επιδιόρθωση• επανόρθωση• επισκευή.2. αποκατάσταση καλυτέρευση.3. τακτοποίηση. || δυνάμωμα, γέρεμα. -
17 придание
-я ουδ.1. δόσιμο, χορήγηση επιπρόσθετα.2. πρόσδοση, μεγάλωμα, επαύξηση, ενίσχυση, δυνάμωμα. -
18 прояснение
-я ουδ.1. δυνάμωμα, ζωήρεμα (γραμμών κ.τ.τ.).2. διασαφήνηση, διαλεύκανση.3. (δια) φώτιση• ξεδιάλυση. || αιθρίαση, ξαστέρωμα. -
19 укрепление
-я ουδ.1. στερέωμα, στέργιω-μα• σταθεροποίηση.2. δυνάμωμα, τόνωση• ενίσχυση•укрепление обороны ενίσχυση της άμυνας.
3. οχύρωμα•линия -ий οχυρωματική γραμμή•
долговременные -я μόνιμα οχυρά•
επάκτια οχυρά. -
20 усугубление
-я ουδ.δυνάμωμα, μεγάλωμα-αύξηση• ένταση• επίταση. || επιδείνωση, χειροτέρευση.
См. также в других словарях:
δυνάμωμα — το (Μ δυνάμωμα) [δυναμώνω] 1. το να δυναμώνει κάποιος ή κάτι, ισχυροποίηση, ενίσχυση 2. αύξηση, ένταση … Dictionary of Greek
δυνάμωμα — το το να αποκτά κανείς δύναμη, τόνωση, ενίσχυση: Αυτές οι βιταμίνες βοήθησαν το δυνάμωμά μου μετά την αρρώστια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούντωμα — το, ατος 1. αναβλάστηση, πλούσια βλάστηση, δάσωμα, το να βγαίνουν πυκνά φύλλα και κλαδιά: Το φούντωμα του δέντρου. 2. το να βγαίνουν πολλές και ψηλές φλόγες από φωτιά, το δυνάμωμα της φωτιάς: Το φούντωμα της πυρκαγιάς. 3. μτφ., έκταση, επέκταση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλσις — (I) ἄλσις ( έως), η (Α) [ἀλδαίνω] αύξηση, δυνάμωμα. (II) ἅλσις ( εως), η (Α) [ἁλλομαι] άλμα, πήδημα … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
δυνάμωση — η (AM δυνάμωσις) δυνάμωμα … Dictionary of Greek
ενίσχυμα — το [ενισχύω] 1. δυνάμωμα 2. οικονομική υποστήριξη … Dictionary of Greek
ενδυνάμωση — η 1. ενίσχυση, δυνάμωμα («ενδυνάμωση οργανισμού») 2. η εμφάνιση φωτοτύπου που παρουσιάζει ατελή εικόνα με χημικά μέσα για να γίνει ζωηρότερο … Dictionary of Greek
καρδάμωμα — το [καρδαμώνω] δυνάμωμα, τόνωση, ενίσχυση, ανάκτηση δυνάμεων … Dictionary of Greek
νταβράντισμα — το [νταβραντίζω] 1. τίναγμα, τράνταγμα 2. δυνάμωμα, σφρίγος … Dictionary of Greek
παχυσμός — ο, ΝΑ [παχύνω] 1. πάχυνση, πάχος 2. πάχυσμα, πύκνωση αρχ. κρατυσμός*. ισχυροποίηση, δυνάμωμα … Dictionary of Greek