-
1 дуб
-а, προθτ. в дубе κ. в дубу, на дубе κ. на дубу, πλθ. дубы.1. η δρυς, βαλανιδιά•пробковый дуб η φελλόδρυς (φελλοφόρα δρυς)•
каменный дуб το πουρνάρι (δρυς η αρία).
|| τό ξύλο της βαλανιδιάς,2. μτφ. κούτσουρο, ντουβάρι (κουτός, ανόητος).3. (διαλκ.) ντουμπ, είδος βάρκας. -
2 дуб
-
3 пробковый
επ.του φελλού, φελλώδης, φέλλινος.εκφρ.пробковый дуб – φελλόδεντρο, η φελλό-δρυς ή ισπανική δρυς. -
4 дуб
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дуб
-
5 вековой
веков||ойприл1. (старый) πανάρχαιος, παμπάλαιος, παλαιός, προαιώνιος:\вековой дуб ἡ αἰωνόβια βαλανιδιά, ἡ γηραιά δρυς·2. (издревле, существующий) αί-ώνιος, ἀΙωνόβιος:\вековойая вражда ἡ αἰώνια ἐχθρα. -
6 дуб
дубм (дерево, материал) ἡ βελανιδιά, ἡ δρυς:пробковый \дуб ἡ φελλόδρυς· каменный \дуб τό πουρνάρι, ὁ πρίνος, τό ρουπάκι· изделия из \дуба ἀντικείμενα ἀπό ξύλο βελανιδιάς, δρύϊνα ἀντικείμενα. -
7 oak
-
8 дуб
[ντούπ] ουσ. α. βελανιδιά, δρυς -
9 дуб
[ντούπ] ουσ α βελανιδιά, δρυς -
10 вековой
επ.αιωνόβιος•вековой дуб αιωνόβια βαλανιδιά (δρυς).
-
11 расти
расту, растшь, παρλθ. χρ. рос-ла, -ло ρ.δ.1. σ.υζαίνω, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω•дуб растт медленно η δρυς μεγαλώνει αργά•
дети быстро -ут τα παίδια γρήγορα μεγαλώνουν•
я рос в деревне εγώ μεγάλωσα στο χωριό•
доходы -ут τα έσοδα αυξαίνουν.
|| δυναμώνω•шум то рос, то ослабел ο θόρυβος μια δυνάμωνε, μια αδυνάτιζε (λιγόστευε).
2. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι, προοδεύω•наука -т η επιστήμη αναπτύσσεται.
3. φύομαι, γίνομαι•пальмы -ут в жарких странах οι φοίνικες γίνονται στις θερμές χώρες.
|| φυτρώνω, βλασταίνω. -
12 Oak
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Oak
См. также в других словарях:
δρῦς — tree fem nom/voc sg δρῦς tree fem nom/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυς — Βλ. λ. βελανιδιά. * * * ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η) 1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδη ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά 2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν… … Dictionary of Greek
δρύς — δρύ̱ς , δρῦς tree fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρυς, Γεώργιος — (Ποταμός Κέρκυρας 1944 –). Πολιτικός. Σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Σίτι του Λονδίνου, με ειδίκευση στα συστήματα αυτόματου ελέγχου και στους ηλεκτρονικούς… … Dictionary of Greek
δρυς — η η βελανιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πολλαῖς πληγαῖς δρῦς στεῤῥὰ δαμάζεται. — См. За один раз дерева не срубишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κάτω Δρύς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 22 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας … Dictionary of Greek
δρυῶν — δρῦς tree fem gen pl δρῦς tree fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυός — δρῦς tree fem gen sg δρῦς tree fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρῦν — δρῦς tree fem acc sg δρῦς tree fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύας — δρῦς tree fem acc pl δρῦς tree fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)