-
1 δρυπτω
(aor. ἔδρυψα - эп. δρύψα; поздн. aor. pass. ἐδρύφθην)1) отрывать, сдирать(βραχίονα ἀπὸ μυώνων Hom.)
2) раздирать, расцарапывать(κάρα Eur.)
; med. раздирать себе3) med. раздирать себе лицо ( в знак скорби) -
2 αποδρυπτω
эп. тж. ἀποδρύφω1) сцарапывать, сдирать(σάρκας ὀνύχεσσι Theocr.)
2) растерзывать(τινά Hom.)
3) уничтожать(ἀποδρυφθῆναι χαλάζῃ Anth.)
-
3 καταδρυπτω
-
4 περιδρυπτω
См. также в других словарях:
δρύπτω — tear pres subj act 1st sg δρύπτω tear pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύπτω — (Α) 1. σχίζω, ξεσχίζω, σπαράζω 2. (σε πένθος) κόπτομαι 3. επιδρώ επιβλαβώς στην υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λέξη που ανάγεται στη ρίζα *der «γδέρνω, ξεσχίζω» τού δέρω* και συνδέεται με το δρέπω*. Ο τ. εμφανίζει σύνθετα σε δρυφής (πρβλ. αμφιδρυφής) … Dictionary of Greek
δεδρυμμένα — δρύπτω tear perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδρυμμένᾱ , δρύπτω tear perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδρυμμένᾱ , δρύπτω tear perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύψαι — δρύπτω tear aor imperat mid 2nd sg δρύπτω tear aor inf act δρύψαῑ , δρύπτω tear aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύψει — δρύπτω tear aor subj act 3rd sg (epic) δρύπτω tear fut ind mid 2nd sg δρύπτω tear fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύψω — δρύπτω tear aor subj act 1st sg δρύπτω tear fut ind act 1st sg δρύπτω tear aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυπτομένων — δρύπτω tear pres part mp fem gen pl δρύπτω tear pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυπτόμενον — δρύπτω tear pres part mp masc acc sg δρύπτω tear pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυψαμένω — δρύπτω tear aor part mid masc/neut nom/voc/acc dual δρύπτω tear aor part mid masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύπτε — δρύπτω tear pres imperat act 2nd sg δρύπτω tear imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύπτει — δρύπτω tear pres ind mp 2nd sg δρύπτω tear pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)