-
1 δροσερός
[дросэрос] ас. прохладный, свежий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δροσερός
-
2 свежий
свеж||ийприл1. φρέσκος, νωπός:\свежийее мясо τό νωπό (или τό φρέσκο) κρέας· \свежий хлеб τό φρέσκο ψωμί·2. (чистый, прохладный) δροσερός, καθαρός:на \свежийем воздухе στήν ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα·3. (холодный) δροσερός, ψυχρός:на дворе \свежийо (ἔξω) κάνει δροσιά (или κάνει ψύχρα), εἶναι δροσερός ὁ καιρός· \свежий ветер прям., перен ὁ δροσερός ἀνεμος, ἡ ἀΰρα·4. (недавний, новый) πρόσφατος, νωπός / перен τελευταίος, πρόσφατος:\свежийая рана ἡ πρόσφατη πληγή· \свежий след τό νωπό Ιχνος· \свежий номер журнала τό τελευταίο (или τό πρόσφατο) τεύχος περιοδικού· \свежийие новости οἱ τελευταίες εἰδήσεις·5. (чистый, вымытый) разг φρεσκοπλυμένος:\свежийее белье καθαρά ἀσπρόρρουχα·6. перен (яркий, не блеклый) ζωηρός, χτυπητός:\свежий цвет лица φρεσκάδα τοδ προσώπου· \свежийие краски ζωηρά χρώματα·7. (бодрый) ζωηρός/ φρέσκος, δροσερός (моложавый)/ ξεκού· ραστος (отдохнувший):со \свежийими силами μέ καινούργιες δυνάμεις· ◊ \свежий человек καινούργιος ἄνθρωπος· \свежийая мысль ἡ καινούργια ιδέα. -
3 прохладный
-
4 свежий
свежий 1) φρέσκος; \свежийая рыба το φρέσκο ψάρι; \свежийее молоко το φρέσκο γάλα 2) (ο погоде) δροσερός; \свежий воздух ο καθαρός αέρας* * *1) φρέσκοςсве́жая ры́ба — το φρέσκο ψάρι
све́жее молоко́ — το φρέσκο γάλα
2) ( о погоде) δροσερόςсве́жий во́здух — ο καθαρός αέρας
-
5 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
6 бодрый
бодр||ыйприл ζωηρός, σφριγηλός/ δροσερός, φρέσκος (свежий)/ ρωμαλέος, ἀκμαίος (сильный)/ θαλερός (о старике):\бодрый вид τό δροσερό πρόσωπο; \бодрыйое настроение ἡ ζωηρή διάθεση; \бодрый духом σθεναρός. -
7 прохладный
прохлад||ныйприл1. δροσερός·2. перен (о приеме и т. п.) ψυχρός, κρύος. -
8 ядреный
ядреныйприл1. (о человеке) разг σφιχτοδεμένος, εὔρωστος, ρωμαλέος·2. перен (свежий, бодрящий) δροσερός, ζωογόνος/ δυνατός (крепкий). -
9 прохладный
[πραχλάντνυϊ] επ. δροσερός -
10 прохладный
[πραχλάντνυϊ] επ δροσερός -
11 нежаркий
επ.όχι πολύ ζεστός, (θερμός), ζεστούτσικος, λίγο ζεστός•-ое солнце όχι καυτός ήλιος.
|| δροσερός, δροσάτος•-ое лето δροσερό καλοκαίρι.
-
12 обдуть
-ую, -уешьρ.σ.μ.1. φυσώ από παντού•его -ло свежим воздухом τον φύσηξε από παντού δροσερός αέρας.
|| καθαρίζω με φύσημα, με την πνοή•обдуть пыль φυσώ τη σκόνη.
2. (απλ.) απατώ, ξεγελώ. || (για παιγνίδι) κερδίζω, νικώ. -
13 посвежеть
ρ.σ.1. γίνομαι δροσερός, κρυούτσικος, λίγο ψυχρός.2. γίνομαι πιο καθαρός, διαυγής, φρέσκος. || γίνομαι πιο σφριγηλός, γερός, ακμαίος. -
14 прохлада
-ы θ.δροσιά, δροσερός αέρας. -
15 прохладный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. δροσερός, λίγο κρύος, ψυχρός•прохладный вечер δροσερό βραδάκι•
-ое лето δροσερό καλοκαίρι.
2. μτφ. ψυχρός, αδιάφορος, χλιαρός, απρόθυμος. -
16 свежак
-а α.(ναυτ.).1. δροσερός άνεμος.2. φρέσκο (φρεσκοπιασμένο) ψάρι. -
17 свежесть
-и θ.1. φρεσκάδα, δροσερότητα, νωπότητα.2. η δροσιά, ο καθαρός και δροσερός αέρας.3. υγιεινή όψη, φρεσκάδα.εκφρ.не первой -и – α) όχι τελείως φρέσκος, λίγο μπαγιάτικος.β) όχι εντελώς καθαρός, λίγο ακάθαρτος. -
18 свежеть
-ею, -ешьρ.δ.1. γίνομαι δροσερός.2. (ναυτ.) δυναμώνω (για άνεμο).(για καιρό)• γίνομαι ανεμώδης.3. (για άνθρωπο)• γίνομαι φρεσκάτος. || γίνομαι σφριγηλός, αναγεννιέμαι, ξενιοτεύω. -
19 ядрёный
επ., βρ: -рен, -а, -о.1. σκληρός, σφιχτός, συνεκτικός•-ая капуста σκληρό κραμβολάχανο.
2. εύρωστος, ρωμαλαίος ακμαίος• γερός•ядрёный старик κοτσανάτος γέρος.
3. μτφ. φρέσκος, δροσερός, ζωογόνος•ядрёный воздух φρέσκος αέρας.
|| δυνατός, δριμύς•ядрёный запах η δριμείο οσμή.
|| μτφ. χονδροειδής, απότομος, απρεπής, άσεμνος•-ые слова άπρεπες λέξεις•
-ое остроумие παρατραβηγμένο έξυπνο.
См. также в других словарях:
δροσερός — dewy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσερός — ή και ά, ό (AM δροσερός, ά, όν) 1. γεμάτος δροσιά, ολόδροσος («δροσεραί πηγαί») 2. νωπός, φρέσκος («δροσερά λάχανα») 3. τρυφερός, μαλακός («δροσερόν στόμα») νεοελλ. Ι. αυτός που μοιάζει σαν να σκορπίζει δροσιά («δροσερό γέλιο») II. το θηλ. ως ουσ … Dictionary of Greek
δροσερός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος δροσιά: Φύσηξε ένα δροσερό αεράκι. 2. μτφ., φρέσκος: Δροσερή κοπέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δροσερά — δροσερός dewy neut nom/voc/acc pl δροσερά̱ , δροσερός dewy fem nom/voc/acc dual δροσερά̱ , δροσερός dewy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσερῶν — δροσερός dewy fem gen pl δροσερός dewy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσερόν — δροσερός dewy masc acc sg δροσερός dewy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσεραῖς — δροσερός dewy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσεραί — δροσερός dewy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσεροῖο — δροσερός dewy masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσεροῖς — δροσερός dewy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσεροῦ — δροσερός dewy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)