-
1 беговой
бегов||ойприл1. δρομικός, τοῦ δρόμου, τοῦ ἱπποδρομίου, τής κούρσας:\беговойая дорожка спорт. ὁ στίβος, ὁ διάδρομος στίβου; \беговойа́я лошадь τό ἀλογο κούρσας, ὁ δρομικός ίππος. -
2 скаковой
скак||овойприл (ίππο)δρομικός:\скаковойова́я лошадь τό ἄλογο κούρσας, ὁ δρομικός ίππος· \скаковойова́я дорожка ὁ στίβος (или ἡ πίστα) ἱπποδρομίου. -
3 беговой
επ.δρομικός, του δρόμου, του τρεξίματος• ιπποδρομικός, της κούρσας•-ая дорожка διάδρομος στίβου•
-ая лошадь ο δρομικός ίππος, άλογο κούρσας.
-
4 гоночный
го́ночн||ыйприл спорт. δρομικός, τής κούρσας:\гоночный автомобиль τό αὐτοκίνητο κούρσας· \гоночныйая яхта τό γιώτ κούρσας. -
5 беговой
[μπιεγκαβόϊ] εκ. δρομικός -
6 гоночный
[γκόνατσνυΐ] εκ. δρομικός -
7 беговой
[μπιεγκαβόϊ] επ δρομικός -
8 гоночный
[γκόνατσνυϊ] επ δρομικός -
9 бегун
-а α. -ья, -и, γεν. πλθ. -ний, δοτ. -ньям θ.1. δρομέας, αθλητής, -τρία δρόμου.2. παλ. ίππος δρομικός.3. τεχ. ανάμικτρο• τριβέας. -
10 гоночный
επ.δρομικός, αγωνιστικού τύπου•гоночный автомобиль αυτοκίνητο αγωνιστικού τύπου•
-ая яхта γιώτ λεμβοδρομίας.
-
11 гончий
επ.δρομικός, καταδρομικός•-ая собака κυνηγετικό σκυλί.
ουσ. το λαγωνικό.
См. также в других словарях:
δρομικός — good at running masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομικός — ή, ό (AM δρομικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δρόμο, στο τρέξιμο («δρομικό αγώνισμα») 2. ο ικανός στο τρέξιμο, γοργοπόδαρος («δρομικός σκύλος») νεοελλ. φρ. α) «δρομικός λίθος ή πλίνθος» αυτός που κατά την οικοδόμηση τοποθετείται … Dictionary of Greek
δρομικά — δρομικός good at running neut nom/voc/acc pl δρομικά̱ , δρομικός good at running fem nom/voc/acc dual δρομικά̱ , δρομικός good at running fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομικώτερον — δρομικός good at running adverbial comp δρομικός good at running masc acc comp sg δρομικός good at running neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομικωτάτων — δρομικός good at running fem gen superl pl δρομικός good at running masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομικῶν — δρομικός good at running fem gen pl δρομικός good at running masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομικόν — δρομικός good at running masc acc sg δρομικός good at running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομικώτατα — δρομικός good at running adverbial superl δρομικός good at running neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομικώτατον — δρομικός good at running masc acc superl sg δρομικός good at running neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομικαῖς — δρομικός good at running fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομικαί — δρομικός good at running fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)