Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δραπετεύω

  • 1 убежать

    убежать 1) φεύγω 2) (совершить побег) δραπετεύω
    * * *
    2) ( совершить побег) δραπετεύω

    Русско-греческий словарь > убежать

  • 2 сбежать

    сбегу, сбежишь, сбегут ρ. σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω.
    2. ρέω, τρέχω• κυλώ•

    слеза -ла по щеке δάκρυ κύλισε στο μάγουλο.

    || φεύγω, λιώνω, σηκώνομαι•

    -ал снег σηκώθηκε το χιόνι.

    || βγαίνω, φεύγω• ξεβάφω, αποχρωματίζομαι•

    краска -ла βγήκε η μπογιά.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    улыбка -ла χάθηκε το χαμόγελο.

    3. ξεχειλίζω, χύνομαι (κατά το βράσιμο)•

    молоко -ло χύθηκε το γάλα (από το σκεύος).

    4. δραπετεύω•

    сбежать из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || φεύγω, το σκάζω•

    сбежать с уроков το σκάζω από τα μαθήματα.

    1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι• συρρέω.
    2. παλ. συναντιέμαιτρέχοντας • συνωθούμαι τρέχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > сбежать

  • 3 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 4 бежать

    беж||а́ть
    несов
    1. τρέχω:
    \бежать изо всех сил τρέχω μέ ὅλη μου τή δύναμη;
    2. (течь, литься) χύνομαι:
    молоко́ \бежатьи́т (при кипячении) τό γάλα χύνεται; слезы \бежатьал и по щекам τά δάκρυα τρέχανε (χύνονταν) στό πρόσωπο του;
    3. (спасаться бегством) τό σκάζω, φεύγω:
    \бежать из плена (из тюрьмы́) δραπετεύω;
    4. перен (о времени) περνώ, παρέρχομαι:
    дии бегут οἱ μέρες περνοῦν.

    Русско-новогреческий словарь > бежать

  • 5 вырываться

    вырываться
    несов
    1. (убегать, ускользать) ξεφεύγω, τό σκάζω, δραπετεύω/ ἐλευθερώνομαι (на свободу)·
    2. (о слове, стоне) διαφεύγω, ξεφεύγω.

    Русско-новогреческий словарь > вырываться

  • 6 сбежать

    сбежа||ть
    сов
    1. см. сбегать·
    2. (убежать) φεύγω / δραπετεύω (совершить побег)·
    3. перен (исчезать) χάνομαι, ἐξαφανίζομαι:
    улыбка \сбежатьла с его́ лица τό χαμόγελο χάθηκε ἀπ' τό πρόσωπο του.

    Русско-новогреческий словарь > сбежать

  • 7 убегать

    убегать
    несов φεύγω, ἀπομακρύνομαι τρέχοντας/ δραπετεύω, ἀποδιδράσκω (совершать побег).

    Русско-новогреческий словарь > убегать

  • 8 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 9 bolt

    [boult] 1. noun
    1) (a bar to fasten a door etc: We have a bolt as well as a lock on the door.) αμπάρα, μάνταλο
    2) (a round bar of metal, often with a screw thread for a nut: nuts and bolts.) μπουλόνι
    3) (a flash of lightning.) κεραυνός
    4) (a roll (of cloth): a bolt of silk.) τόπι υφάσματος
    2. verb
    1) (to fasten with a bolt: He bolted the door.) αμπαρώνω
    2) (to swallow hastily: The child bolted her food.) χάφτω, καταβροχθίζω
    3) (to go away very fast: The horse bolted in terror.) αφηνιάζω, δραπετεύω
    - bolt-upright
    - boltupright
    - a bolt from the blue

    English-Greek dictionary > bolt

  • 10 break away

    (to escape from control: The dog broke away from its owner.) αποσπώμαι, ξεκόβω, δραπετεύω

    English-Greek dictionary > break away

  • 11 break out

    1) (to appear or happen suddenly: War has broken out.) ξεσπώ
    2) (to escape (from prison, restrictions etc): A prisoner has broken out (noun breakout).) δραπετεύω

    English-Greek dictionary > break out

  • 12 escape

    [i'skeip] 1. verb
    1) (to gain freedom: He escaped from prison.) δραπετεύω
    2) (to manage to avoid (punishment, disease etc): She escaped the infection.) ξεφεύγω,γλιτώνω
    3) (to avoid being noticed or remembered by; to avoid (the observation of): The fact escaped me / my notice; His name escapes me / my memory.) διαφεύγω
    4) ((of a gas, liquid etc) to leak; to find a way out: Gas was escaping from a hole in the pipe.) διαρρέω
    2. noun
    ((act of) escaping; state of having escaped: Make your escape while the guard is away; There have been several escapes from that prison; Escape was impossible; The explosion was caused by an escape of gas.) απόδραση,διαφυγή,διαρροή
    - escapist

    English-Greek dictionary > escape

  • 13 fly

    I plural - flies
    nou)
    1) (a type of small winged insect.)
    2) (a fish hook made to look like a fly so that a fish will take it in its mouth: Which fly should I use to catch a trout?)
    3) ((often in plural) a piece of material with buttons or a zip, especially at the front of trousers.)
    II past tense - flew; verb
    1) (to (make something) go through the air on wings etc or in an aeroplane: The pilot flew (the plane) across the sea.) πετώ,ταξιδεύω με αεροπλάνο
    2) (to run away (from): He flew (the country).) δραπετευώ,το βάζω στα πόδια
    3) ((of time) to pass quickly: The days flew past.) περνώ γρήγορα
    - flier
    - flying saucer
    - flying visit
    - frequent flyer/flier
    - flyleaf
    - flyover
    - fly in the face of
    - fly into
    - fly off the handle
    - get off to a flying start
    - let fly
    - send someone/something flying
    - send flying

    English-Greek dictionary > fly

  • 14 get away

    1) (to (be able to) leave: I usually get away (from the office) at four-thirty.) φεύγω
    2) (to escape: The thieves got away in a stolen car.) δραπετεύω

    English-Greek dictionary > get away

  • 15 run away

    1) (to escape: He ran away from school.) δραπετεύω, το σκάω
    2) ((with with) to steal: He ran away with all her money.) κλέβω και το σκάω
    3) ((with with) to go too fast etc to be controlled by: The horse ran away with him.) ξεφεύγω από τον έλεγχο

    English-Greek dictionary > run away

  • 16 сбежать

    [σζμπιζάτ'] ρ. δραπετεύω

    Русско-греческий новый словарь > сбежать

  • 17 убегать

    [ουμπιγκάτ"] ρ. φεύγω τρέχοντος, δραπετεύω

    Русско-греческий новый словарь > убегать

  • 18 сбежать

    [σζμπιζάτ'] ρ δραπετεύω

    Русско-эллинский словарь > сбежать

  • 19 убегать

    [ουμπιγκάτ"] ρ φεύγω τρέχοντος, δραπετεύω

    Русско-эллинский словарь > убегать

  • 20 бегать

    ρ.δ.
    1. βλ. бежать με τη διαφορά ότι το ρ. бегать σημαίνει κίνηση συνεχή ή προς διάφορες κατευθύνσεις.
    2. φεύγω, δραπετεύω, αποδιδράσκω.
    3. πηγαινοέρχομαι.
    4. περιφέρω, στρέφω, γυρίζω γρήγορα από ένα πράγμα σ’ άλλο.
    5. καταδιώκω, κυνηγώ, παίρνω κατά πόδι.ή τρέχω κοντά από, κυνηγώ•

    -ет за девушками κυνηγά τα κορίτσια.

    Большой русско-греческий словарь > бегать

См. также в других словарях:

  • δραπετεύω — δραπετεύω, δραπέτευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δραπετεύω — δρᾱπετεύω , δραπετεύω run away pres subj act 1st sg δρᾱπετεύω , δραπετεύω run away pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπετεύω — (AM δραπετεύω) φεύγω κρυφά μσν. αποφεύγω …   Dictionary of Greek

  • δραπετεύω — δραπέτευσα 1. φεύγω κρυφά: Οι αιχμάλωτοι κατάφεραν να δραπετεύσουν. 2. μτφ., ξεφεύγω: Δραπέτευσα από τη ρουτίνα κάνοντας ένα ταξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δραπετεύετε — δρᾱπετεύετε , δραπετεύω run away pres imperat act 2nd pl δρᾱπετεύετε , δραπετεύω run away pres ind act 2nd pl δρᾱπετεύετε , δραπετεύω run away imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπετεύσει — δρᾱπετεύσει , δραπετεύω run away aor subj act 3rd sg (epic) δρᾱπετεύσει , δραπετεύω run away fut ind mid 2nd sg δρᾱπετεύσει , δραπετεύω run away fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπετεύσουσιν — δρᾱπετεύσουσιν , δραπετεύω run away aor subj act 3rd pl (epic) δρᾱπετεύσουσιν , δραπετεύω run away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δρᾱπετεύσουσιν , δραπετεύω run away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπετεύσω — δρᾱπετεύσω , δραπετεύω run away aor subj act 1st sg δρᾱπετεύσω , δραπετεύω run away fut ind act 1st sg δρᾱπετεύσω , δραπετεύω run away aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπετεύσῃ — δρᾱπετεύσῃ , δραπετεύω run away aor subj mid 2nd sg δρᾱπετεύσῃ , δραπετεύω run away aor subj act 3rd sg δρᾱπετεύσῃ , δραπετεύω run away fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπετεύῃ — δρᾱπετεύῃ , δραπετεύω run away pres subj mp 2nd sg δρᾱπετεύῃ , δραπετεύω run away pres ind mp 2nd sg δρᾱπετεύῃ , δραπετεύω run away pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδιδράσκω — ἀναδιδράσκω (Α) δραπετεύω ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + διδράσκω «δραπετεύω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»