-
1 убежать
-
2 сбежать
сбегу, сбежишь, сбегут ρ. σ.1. κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω.2. ρέω, τρέχω• κυλώ•слеза -ла по щеке δάκρυ κύλισε στο μάγουλο.
|| φεύγω, λιώνω, σηκώνομαι•-ал снег σηκώθηκε το χιόνι.
|| βγαίνω, φεύγω• ξεβάφω, αποχρωματίζομαι•краска -ла βγήκε η μπογιά.
|| χάνομαι, εξαφανίζομαι•улыбка -ла χάθηκε το χαμόγελο.
3. ξεχειλίζω, χύνομαι (κατά το βράσιμο)•молоко -ло χύθηκε το γάλα (από το σκεύος).
4. δραπετεύω•сбежать из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.
|| φεύγω, το σκάζω•сбежать с уроков το σκάζω από τα μαθήματα.
1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι• συρρέω.2. παλ. συναντιέμαιτρέχοντας • συνωθούμαι τρέχοντας. -
3 уйти
уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•
брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•
завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.
|| πηγαίνω•все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•
отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•
уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).
2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.
|| εγκαταλείπω, αφήνω•она ушла от него αυτή τον παράτησε•
он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•
уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.
|| μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.
3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•
-в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•
уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.
4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•годы ушли τα χρόνια πέρασαν•
время прошло ο καιρός πέρασε.
5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.
|| πεθαίνω•ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.
6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.
|| χρειάζομαι, απαιτούμαι•целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.
7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).
8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.9. βλ. вместиться.10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.
11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).
12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.εκφρ.уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι. -
4 бежать
беж||а́тьнесов1. τρέχω:\бежать изо всех сил τρέχω μέ ὅλη μου τή δύναμη;2. (течь, литься) χύνομαι:молоко́ \бежатьи́т (при кипячении) τό γάλα χύνεται; слезы \бежатьал и по щекам τά δάκρυα τρέχανε (χύνονταν) στό πρόσωπο του;3. (спасаться бегством) τό σκάζω, φεύγω:\бежать из плена (из тюрьмы́) δραπετεύω;4. перен (о времени) περνώ, παρέρχομαι:дии бегут οἱ μέρες περνοῦν. -
5 вырываться
вырыватьсянесов1. (убегать, ускользать) ξεφεύγω, τό σκάζω, δραπετεύω/ ἐλευθερώνομαι (на свободу)·2. (о слове, стоне) διαφεύγω, ξεφεύγω. -
6 сбежать
сбежа||тьсов1. см. сбегать·2. (убежать) φεύγω / δραπετεύω (совершить побег)·3. перен (исчезать) χάνομαι, ἐξαφανίζομαι:улыбка \сбежатьла с его́ лица τό χαμόγελο χάθηκε ἀπ' τό πρόσωπο του. -
7 убегать
убегатьнесов φεύγω, ἀπομακρύνομαι τρέχοντας/ δραπετεύω, ἀποδιδράσκω (совершать побег). -
8 уходить
уходитьнесов1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):\уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:\уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:\уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:\уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά. -
9 bolt
[boult] 1. noun1) (a bar to fasten a door etc: We have a bolt as well as a lock on the door.) αμπάρα, μάνταλο2) (a round bar of metal, often with a screw thread for a nut: nuts and bolts.) μπουλόνι3) (a flash of lightning.) κεραυνός4) (a roll (of cloth): a bolt of silk.) τόπι υφάσματος2. verb1) (to fasten with a bolt: He bolted the door.) αμπαρώνω2) (to swallow hastily: The child bolted her food.) χάφτω, καταβροχθίζω3) (to go away very fast: The horse bolted in terror.) αφηνιάζω, δραπετεύω•- bolt-upright- boltupright
- a bolt from the blue -
10 break away
(to escape from control: The dog broke away from its owner.) αποσπώμαι, ξεκόβω, δραπετεύω -
11 break out
1) (to appear or happen suddenly: War has broken out.) ξεσπώ2) (to escape (from prison, restrictions etc): A prisoner has broken out (noun breakout).) δραπετεύω -
12 escape
[i'skeip] 1. verb1) (to gain freedom: He escaped from prison.) δραπετεύω2) (to manage to avoid (punishment, disease etc): She escaped the infection.) ξεφεύγω,γλιτώνω3) (to avoid being noticed or remembered by; to avoid (the observation of): The fact escaped me / my notice; His name escapes me / my memory.) διαφεύγω4) ((of a gas, liquid etc) to leak; to find a way out: Gas was escaping from a hole in the pipe.) διαρρέω2. noun((act of) escaping; state of having escaped: Make your escape while the guard is away; There have been several escapes from that prison; Escape was impossible; The explosion was caused by an escape of gas.) απόδραση,διαφυγή,διαρροή- escapism- escapist -
13 fly
I plural - fliesnou)1) (a type of small winged insect.)2) (a fish hook made to look like a fly so that a fish will take it in its mouth: Which fly should I use to catch a trout?)3) ((often in plural) a piece of material with buttons or a zip, especially at the front of trousers.)•II past tense - flew; verb1) (to (make something) go through the air on wings etc or in an aeroplane: The pilot flew (the plane) across the sea.) πετώ,ταξιδεύω με αεροπλάνο2) (to run away (from): He flew (the country).) δραπετευώ,το βάζω στα πόδια3) ((of time) to pass quickly: The days flew past.) περνώ γρήγορα•- flyer- flier
- flying saucer
- flying visit
- frequent flyer/flier
- flyleaf
- flyover
- fly in the face of
- fly into
- fly off the handle
- get off to a flying start
- let fly
- send someone/something flying
- send flying -
14 get away
1) (to (be able to) leave: I usually get away (from the office) at four-thirty.) φεύγω2) (to escape: The thieves got away in a stolen car.) δραπετεύω -
15 run away
1) (to escape: He ran away from school.) δραπετεύω, το σκάω2) ((with with) to steal: He ran away with all her money.) κλέβω και το σκάω3) ((with with) to go too fast etc to be controlled by: The horse ran away with him.) ξεφεύγω από τον έλεγχο -
16 сбежать
[σζμπιζάτ'] ρ. δραπετεύω -
17 убегать
[ουμπιγκάτ"] ρ. φεύγω τρέχοντος, δραπετεύω -
18 сбежать
[σζμπιζάτ'] ρ δραπετεύω -
19 убегать
[ουμπιγκάτ"] ρ φεύγω τρέχοντος, δραπετεύω -
20 бегать
ρ.δ.1. βλ. бежать με τη διαφορά ότι το ρ. бегать σημαίνει κίνηση συνεχή ή προς διάφορες κατευθύνσεις.2. φεύγω, δραπετεύω, αποδιδράσκω.3. πηγαινοέρχομαι.4. περιφέρω, στρέφω, γυρίζω γρήγορα από ένα πράγμα σ’ άλλο.5. καταδιώκω, κυνηγώ, παίρνω κατά πόδι.ή τρέχω κοντά από, κυνηγώ•-ет за девушками κυνηγά τα κορίτσια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δραπετεύω — δραπετεύω, δραπέτευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δραπετεύω — δρᾱπετεύω , δραπετεύω run away pres subj act 1st sg δρᾱπετεύω , δραπετεύω run away pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπετεύω — (AM δραπετεύω) φεύγω κρυφά μσν. αποφεύγω … Dictionary of Greek
δραπετεύω — δραπέτευσα 1. φεύγω κρυφά: Οι αιχμάλωτοι κατάφεραν να δραπετεύσουν. 2. μτφ., ξεφεύγω: Δραπέτευσα από τη ρουτίνα κάνοντας ένα ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δραπετεύετε — δρᾱπετεύετε , δραπετεύω run away pres imperat act 2nd pl δρᾱπετεύετε , δραπετεύω run away pres ind act 2nd pl δρᾱπετεύετε , δραπετεύω run away imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπετεύσει — δρᾱπετεύσει , δραπετεύω run away aor subj act 3rd sg (epic) δρᾱπετεύσει , δραπετεύω run away fut ind mid 2nd sg δρᾱπετεύσει , δραπετεύω run away fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπετεύσουσιν — δρᾱπετεύσουσιν , δραπετεύω run away aor subj act 3rd pl (epic) δρᾱπετεύσουσιν , δραπετεύω run away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δρᾱπετεύσουσιν , δραπετεύω run away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπετεύσω — δρᾱπετεύσω , δραπετεύω run away aor subj act 1st sg δρᾱπετεύσω , δραπετεύω run away fut ind act 1st sg δρᾱπετεύσω , δραπετεύω run away aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπετεύσῃ — δρᾱπετεύσῃ , δραπετεύω run away aor subj mid 2nd sg δρᾱπετεύσῃ , δραπετεύω run away aor subj act 3rd sg δρᾱπετεύσῃ , δραπετεύω run away fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπετεύῃ — δρᾱπετεύῃ , δραπετεύω run away pres subj mp 2nd sg δρᾱπετεύῃ , δραπετεύω run away pres ind mp 2nd sg δρᾱπετεύῃ , δραπετεύω run away pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδιδράσκω — ἀναδιδράσκω (Α) δραπετεύω ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + διδράσκω «δραπετεύω»] … Dictionary of Greek