-
1 δραματικός
[драматикос] επ. драматический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δραματικός
-
2 драматический
драматический δραματικός; \драматический театр το δραματικό θέατρο* * *драмати́ческий теа́тр — το δραματικό θέατρο
-
3 драматический
επ.δραματικός•драматический театр δραματικό θέατρο•
драматический кружок δραματικός όμιλος.
-
4 драма
(литер., театр.) το δράμα, το έργο, - тизм η δραματικότητα, - тический δραματικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > драма
-
5 драматический
драма||ти́ческийприл прям., перен δραματικός. -
6 драмкружок
-жка α. δραματικός όμιλος. -
7 кружок
-жка α.1. μικρός κύκλος, γύρος.2. όμιλος• κύκλος•дружеский кружок φιλικός κύκλος•
драматический кружок δραματικός όμιλος.
εκφρ.в кружок стричь(ся) – κουρεύω, -ομαι σύρριζα. -
8 лирико-драматический
επ.λυρικό δραματικός.
См. также в других словарях:
δραματικός — dramatic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματικός — ή, ό (AM δραματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δράμα νεοελλ. 1. εντυπωσιακός, με αιφνιδιαστικές αλλαγές και δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» κ.λπ.) 2. αυτός που πάλλεται από συγκίνηση… … Dictionary of Greek
δραματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με το δράμα: Παρακολουθήσαμε ένα δραματικό έργο. 2. μτφ., οδυνηρός, τραγικός: Η κατάσταση μετά την πυρκαγιά ήταν δραματική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονόλογος, δραματικός — Αυτόνομο θεατρικό είδος που ερμηνεύεται μόνο από ένα πρόσωπο: μπορεί να είναι τραγικό, δραματικό, αλλά πιο συχνά κωμικό, και συνεπάγεται μια σύνθετη σκηνική δράση. Γεννήθηκε τον 18o αι. στη Γαλλία με το όνομα piece en monologue στα πλαίσια της… … Dictionary of Greek
δραματικά — δραματικός dramatic neut nom/voc/acc pl δραματικά̱ , δραματικός dramatic fem nom/voc/acc dual δραματικά̱ , δραματικός dramatic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματικώτερον — δραματικός dramatic adverbial comp δραματικός dramatic masc acc comp sg δραματικός dramatic neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματικωτέρων — δραματικός dramatic fem gen comp pl δραματικός dramatic masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματικῶν — δραματικός dramatic fem gen pl δραματικός dramatic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματικόν — δραματικός dramatic masc acc sg δραματικός dramatic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρίνθων — Δραματικός ποιητής, που έζησε τον 4o 3o αι. Σύμφωνα με μια εκδοχή, καταγόταν από τις Συρακούσες, και κατά μία άλλη, από τον Τάραντα και ήταν γιος κεραμέα. Ο Ρ. είχε ειδικευτεί στις παρωδίες, ιδιαίτερα των αρχαίων μύθων, που αποτέλεσαν ένα… … Dictionary of Greek
δραματικαῖς — δραματικός dramatic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)