-
1 Arbitration
subs.Ar. and P. δίαιτα, ἡ, P. δίκη, ἡ, V. βραβεία, ἡ.Reference to arbitration: P. ἐπιτροπή, ἡ.Go to arbitration about: P. δίκῃ κρίνεσθαι περί (gen.).Submit to the arbitration of: Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τί τινι).Settle by arbitration: P. δίκῃ διαλύεσθαι περί (gen.), δίκῃ λύεσθαι (acc.).Submit to arbitration before cities mutually agreed upon: P. δίκας δοῦναι παρὰ πόλεσιν αἷς ἂν ἀμφότεροι συμβῶσι (Thuc. 1, 28).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Arbitration
См. также в других словарях:
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek