-
1 δουλεια
ион. δουληΐη, Pind. δουλία ἥ1) рабство, неволя Aesch., Soph., Her., Thuc., Plat.ἡ κατὰ πόλεμον δ. Arst. — обращение военнопленных в рабство
2) рабская зависимостьἡ τῶν κρεισσόνων δ. Thuc. — зависимость от более сильных
3) тж. pl. рабыἢν δὲ ἥ δ. ἐπανιστῆται Thuc. — если рабы поднимут восстание;
εἱλωτεῖαι τε καὴ πενεστεῖαι καὴ δουλεῖαι Arst. — илоты ( у спартанцев), пенесты ( у фессалийцев) и рабы ( вообще) -
2 δουλειά
η1) работа (в разн. знач); труд; дело;παστρική δουλειά (тж. ирон.) — чистая работа;
έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;
είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;
πιάνω δουλειά — поступить на работу;
απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;
δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;
σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;
δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;
ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;
αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;
καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;
εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;
είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;
τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;
πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;
τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;
τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;
2) дела, состояние дел;πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;
δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;
η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;
3) хлопоты, заботы, беспокойство;αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;
θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с...;
4) дело, предмет заботы;αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;
κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;
αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;
είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;
§ άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;
λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;
δουλειές με φούντες — гиблое дело;
βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;
εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;
χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;
ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;
τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;
η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится
-
3 δουλεία
η1) рабство, кабала; 2) юр. право пользования;δουλεία οδού (ύδατος) — право пользования дорогой (водой)
-
4 δουλεία
ἡ δουλεία рабство, служба -
5 δουλεία
{сущ., 5}рабство, порабощение.Ссылки: Рим. 8:15, 21; Гал. 4:24; 5:1; Евр. 2:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δουλεία
-
6 δουλεία
{сущ., 5}рабство, порабощение.Ссылки: Рим. 8:15, 21; Гал. 4:24; 5:1; Евр. 2:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δουλεία
-
7 δουλεία
рабство, порабощение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δουλεία
-
8 δουλειά
[дулиа] ουσ θ работа, труд. -
9 δουλεία
[дулиа] ουσ θ рабство, кабала. -
10 Δουλειά που δεν ξέρεις, μην την καταπιάνεσαι
Ή παπάς παπάς, ή ζευγάς ζευγάς– Δουλειά που δεν ξέρεις, μην την καταπιάνεσαι– Ή χόρεψε καλά, ή άσε το χορό• Не за свое дело не берисьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δουλειά που δεν ξέρεις, μην την καταπιάνεσαι
-
11 Ή παρέα-παρέα, ή δουλειά- δουλειά
Ή παρέα-παρέα, ή δουλειά- δουλειά– Φιλίαν-φιλίαν, καθήκον- καθήκον• Дружба дружбой, а служба службойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ή παρέα-παρέα, ή δουλειά- δουλειά
-
12 Αν δε θέλεις να πεινάς, τη δουλειά να μην ξεχνάς
– Άναβε το λυχνάρι σου προτού σε πιάσει η νύχτα– Αν δε θέλεις να πεινάς, τη δουλειά να μην ξεχνάς– Μην περιμένεις να διψάσεις για να φέρεις νερό– Όποιος έχει νου και γνώση, πριν πεινάσει θα ζυμώσει– Σήκωσε τα μπατζάκια σου προτού δεις το ποτάμι• Готовь сани летом, а телегу зимойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αν δε θέλεις να πεινάς, τη δουλειά να μην ξεχνάς
-
13 Η κάθε δουλειά θέλει το μάστορά της
Ο καλός ο καπετάνιος ( καραβοκύρης) στη φουρτούνα φαίνεται– Η κάθε δουλειά θέλει το μάστορά της• Дело мастера боитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η κάθε δουλειά θέλει το μάστορά της
-
14 Λάσπη η δουλειά μας...
Λάσπη η δουλειά μας (σας...)• Дело дрянь• Дела, как сажа белаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λάσπη η δουλειά μας...
-
15 Λάσπη η δουλειά σας...
Λάσπη η δουλειά μας (σας...)• Дело дрянь• Дела, как сажа белаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λάσπη η δουλειά σας...
-
16 Τα μάτια φοβούνται τη δουλειά, μα τα χέρια όχι
Το μάτι δειλό, μα το χέρι τολμηρό– Τα μάτια φοβούνται τη δουλειά, μα τα χέρια όχι• Глаза боятся, а руки делаютИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα μάτια φοβούνται τη δουλειά, μα τα χέρια όχι
-
17 Όποιος σκάρωσε τη δουλειά, ξέρει τι έφτιαξε
• Знает кошка, чье мясо съелаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος σκάρωσε τη δουλειά, ξέρει τι έφτιαξε
-
18 Όταν αρχίζεις μια δουλειά, μην την αφήνεις στα μισά
• Доводи начатое дело до концаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όταν αρχίζεις μια δουλειά, μην την αφήνεις στα μισά
-
19 Γρήγορος στο χουλιάρι κι αργός στη δουλειά
• На работу так сяк, а на еду мастак• Здоров в еде, да хил в трудеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γρήγορος στο χουλιάρι κι αργός στη δουλειά
-
20 Η δουλειά ντροπή δεν έχει και χαρά στον που την έχει
• За труд не бьют, а награду даютИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η δουλειά ντροπή δεν έχει και χαρά στον που την έχει
См. также в других словарях:
δουλεία — δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείᾳ — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
δουλειά — η 1. εργασία: Δεν ήρθα να σε δω γιατί είχα δουλειά. 2. επάγγελμα: Βρήκε δουλειά σε τράπεζα. 3. ζημιά, μπελάς: Η ασυνέπειά σου μας άνοιξε δουλειές. 4. φρ., «δουλειές του ποδαριού», προχειροδουλειές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δουλεία — η η κατάσταση του δούλου, η σκλαβιά, η υποτέλεια: Παλιότερα οι νέγροι στην Αμερική ζούσαν κάτω από το ζυγό της δουλείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δούλεια — δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείας — δουλείᾱς , δούλειος slavish fem acc pl δουλείᾱς , δούλειος slavish fem gen sg (attic doric aeolic) δουλείᾱς , δουλεία slavery fem acc pl δουλείᾱς , δουλεία slavery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείαι — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείαν — δουλείᾱν , δούλειος slavish fem acc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱν , δουλεία slavery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλειῶν — δουλεία slavery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεῖαι — δουλεία slavery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)